ζῳοτύπος: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(16) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζῳοτύπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' [[απομίμηση]] της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)<br /><b>2.</b> (για ποιητή) αυτός που περιγράφει [[κάτι]] ζωηρά και πιστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1. από <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχέ</i>-<i>τυπος</i>, <i>ζηλό</i>-<i>τυπος</i>]. | |mltxt=[[ζῳοτύπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' [[απομίμηση]] της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)<br /><b>2.</b> (για ποιητή) αυτός που περιγράφει [[κάτι]] ζωηρά και πιστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1. από <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχέ</i>-<i>τυπος</i>, <i>ζηλό</i>-<i>τυπος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζῳοτύπος:''' [ῠ], -ον, αυτός που αποτυπώνει μέσω των εικαστικών τεχνών τη [[ζωή]], αυτός που απεικονίζει τη [[ζωή]] ή τη [[φύση]], την αναπαριστά εικαστικά, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A modelling animals from life, Nonn.D.5.527, Man. 4.343: generally, modelling to the life, of a sculptor, AP15.1.
German (Pape)
[Seite 1144] Thiere abformend, abbildend, Nonn. D. 5, 527.
Greek Monolingual
ζῳοτύπος, -ον (Α)
1. αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' απομίμηση της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)
2. (για ποιητή) αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά και πιστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1. από ζω(ο)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. < ζω(ο)- (Ι) + -τυπος (< τύπος), πρβλ. αρχέ-τυπος, ζηλό-τυπος].
Greek Monotonic
ζῳοτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που αποτυπώνει μέσω των εικαστικών τεχνών τη ζωή, αυτός που απεικονίζει τη ζωή ή τη φύση, την αναπαριστά εικαστικά, σε Ανθ.