ἡμερολεγδόν: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμερολεγδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[αρίθμηση]] τών ημερών<br /><b>2.</b> με [[μορφή]] ημερολογίου<br /><b>3.</b> σε συγκεκριμένη [[μέρα]], ακριβώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεγ</i>-<i>δόν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>λέγ</i>-<i>ω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δια</i>-<i>λεγ</i>-<i>δόν</i>].
|mltxt=[[ἡμερολεγδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[αρίθμηση]] τών ημερών<br /><b>2.</b> με [[μορφή]] ημερολογίου<br /><b>3.</b> σε συγκεκριμένη [[μέρα]], ακριβώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεγ</i>-<i>δόν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>λέγ</i>-<i>ω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δια</i>-<i>λεγ</i>-<i>δόν</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμερολεγδόν:''' ([[λέγω]]), επίρρ., μέσω της αρίθμησης των ημερών, με το [[μέτρημα]] των ημερών, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερολεγδόν Medium diacritics: ἡμερολεγδόν Low diacritics: ημερολεγδόν Capitals: ΗΜΕΡΟΛΕΓΔΟΝ
Transliteration A: hēmerolegdón Transliteration B: hēmerolegdon Transliteration C: imerolegdon Beta Code: h(merolegdo/n

English (LSJ)

Adv., (λέγω)

   A bycount of days, A.Pers.63(anap.); λογεῦσαι PRev.Laws4.1 (iii B.C.); in the form of a diary, ἡ. perscripta omnia, Cic.Att.4.15.3.    2 to the very day, Arist.HA575a27.

German (Pape)

[Seite 1166] nach Tagen gezählt, Tag für Tag, Aesch. Pers. 63 (wo ἡμερόλεγδον geschrieben); auf den Tag zutreffend, Arist. H. A. 6, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερολεγδόν: ἐπιρρ. (λέγω) δι’ ἀριθμήσεως τῶν ἡμερῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 63· ἀκριβῶς, κατὰ τὴν ὡρισμένην ἡμέραν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 21, 3.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en comptant jour par jour;
2 au jour dit, exactement.
Étymologie: ἡμέρα, λέγω³.

Greek Monolingual

ἡμερολεγδόν (Α)
επίρρ.
1. με αρίθμηση τών ημερών
2. με μορφή ημερολογίου
3. σε συγκεκριμένη μέρα, ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -λεγ-δόν (< λέγ-ω), πρβλ. δια-λεγ-δόν].

Greek Monotonic

ἡμερολεγδόν: (λέγω), επίρρ., μέσω της αρίθμησης των ημερών, με το μέτρημα των ημερών, σε Αισχύλ.