ἡμερολεγδόν
English (LSJ)
Adv., (λέγω)
A bycount of days, A.Pers.63(anap.); λογεῦσαι PRev.Laws4.1 (iii B.C.); in the form of a diary, ἡ. perscripta omnia, Cic.Att.4.15.3.
2 to the very day, Arist.HA575a27.
German (Pape)
[Seite 1166] nach Tagen gezählt, Tag für Tag, Aesch. Pers. 63 (wo ἡμερόλεγδον geschrieben); auf den Tag zutreffend, Arist. H. A. 6, 21.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en comptant jour par jour;
2 au jour dit, exactement.
Étymologie: ἡμέρα, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
ἡμερολεγδόν: adv.
1) считая (в нетерпении) дни Aesch.;
2) в точно высчитанный день: δέκα μῆνας ἡ. Arst. ровно через десять месяцев.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερολεγδόν: ἐπιρρ. (λέγω) δι’ ἀριθμήσεως τῶν ἡμερῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 63· ἀκριβῶς, κατὰ τὴν ὡρισμένην ἡμέραν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 21, 3.
Greek Monolingual
ἡμερολεγδόν (Α)
επίρρ.
1. με αρίθμηση τών ημερών
2. με μορφή ημερολογίου
3. σε συγκεκριμένη μέρα, ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -λεγ-δόν (< λέγ-ω), πρβλ. δια-λεγ-δόν].
Greek Monotonic
ἡμερολεγδόν: (λέγω), επίρρ., μέσω της αρίθμησης των ημερών, με το μέτρημα των ημερών, σε Αισχύλ.