θόρνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θόρνυμαι]] (Α)<br />(για ζώα) [[βατεύω]], [[οχεύω]], συνουσιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Θόρ</i>-<i>νυ</i>-<i>μαι</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θορ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>θορ</i>-<i>ον</i> του [[θρῴσκω]]].
|mltxt=[[θόρνυμαι]] (Α)<br />(για ζώα) [[βατεύω]], [[οχεύω]], συνουσιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Θόρ</i>-<i>νυ</i>-<i>μαι</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θορ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>θορ</i>-<i>ον</i> του [[θρῴσκω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θόρνυμαι:''' ή -ύομαι,<br /><b class="num">I.</b> αποθ. = [[θρῴσκω]]<br /><b class="num">II.</b> γʹ πληθ. υποτ. <i>θορνύωνται</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θόρνυμαι Medium diacritics: θόρνυμαι Low diacritics: θόρνυμαι Capitals: ΘΟΡΝΥΜΑΙ
Transliteration A: thórnymai Transliteration B: thornymai Transliteration C: thornymai Beta Code: qo/rnumai

English (LSJ)

   A = θρῴσκω 11, [S.]Fr.1127.9, Nic.Th.130: 3pl. subj., ἐπεὰν θορνύωνται Hdt.3.109.

German (Pape)

[Seite 1215] = θρώσκω, sich begatten; ἐπεὰν θορνύωνται κατὰ ζεύγεα Her. 3, 109; Nic. Ther. 130; p. bei Eust. Il. 1057. – Pass. ist Theol. arithm. p. 45, 35 ὁ γόνος τῷ ἄῤῥενι θόρνυται εἰς τὴν γυναικείαν μήτραν.

Greek (Liddell-Scott)

θόρνυμαι: ἀποθ., = θρώσκω, ΙΙ, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἁλ. 716, Νικ. Θηρ. 130 γ΄πληθ. ὑποτακτ. ἐπεὰν θορνύωνται Ἡρόδ. 3. 109.

French (Bailly abrégé)

1 jaillir;
2 saillir.
Étymologie: cf. θρῴσκω.

Greek Monolingual

θόρνυμαι (Α)
(για ζώα) βατεύω, οχεύω, συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θόρ-νυ-μαι < θ. θορ- του αορ. έ-θορ-ον του θρῴσκω].

Greek Monotonic

θόρνυμαι: ή -ύομαι,
I. αποθ. = θρῴσκω
II. γʹ πληθ. υποτ. θορνύωνται, σε Ηρόδ.