κακοθάνατος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(18)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακοθάνατος]], -ον)<br />αυτός που πεθαίνει με βασανιστικό, με [[κακό]] θάνατο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως [[κατάρα]]) που [[είθε]] να έχει [[κακό]] θάνατο («είδες τον κακοθάνατο τί έκανε στον [[πατέρα]] του;»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θάνατος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θάνατος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετοιμο</i>-[[θάνατος]], <i>ισο</i>-[[θάνατος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακοθάνατος]], -ον)<br />αυτός που πεθαίνει με βασανιστικό, με [[κακό]] θάνατο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως [[κατάρα]]) που [[είθε]] να έχει [[κακό]] θάνατο («είδες τον κακοθάνατο τί έκανε στον [[πατέρα]] του;»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θάνατος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θάνατος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετοιμο</i>-[[θάνατος]], <i>ισο</i>-[[θάνατος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κακοθάνᾰτος:''' причиняющий трагическую смерть ([[Ἑλένη]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθάνᾰτος Medium diacritics: κακοθάνατος Low diacritics: κακοθάνατος Capitals: ΚΑΚΟΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: kakothánatos Transliteration B: kakothanatos Transliteration C: kakothanatos Beta Code: kakoqa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ον,

   A dying miserably, Plu.2.22c (as expl. of ῥιγεδανός), cf. Vett.Val. 128.19, Sch.E.Hipp.1143.

German (Pape)

[Seite 1300] schlimm, unglücklich sterbend; schlimmen Tod bringend, wie nach Plut. de aud. poet. 5 ῥιγεδανὴ Ἑλένη von Einigen als κακοθάνατος erklärt wurde.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθάνᾰτος: -ον, ἀποθνήσκων κακῶς ἢ ἀθλίως, Πλούτ. 2. 22C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui meurt misérablement.
Étymologie: κακός, θάνατος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακοθάνατος, -ον)
αυτός που πεθαίνει με βασανιστικό, με κακό θάνατο
νεοελλ.
(ως κατάρα) που είθε να έχει κακό θάνατο («είδες τον κακοθάνατο τί έκανε στον πατέρα του;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θάνατος (< θάνατος), πρβλ. ετοιμο-θάνατος, ισο-θάνατος.

Russian (Dvoretsky)

κακοθάνᾰτος: причиняющий трагическую смерть (Ἑλένη Plut.).