καινότροπος: Difference between revisions
(18) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[καινότροπος]], -ον)<br />αυτός που έχει νέο, ασυνήθιστο, [[παράδοξο]] τρόπο, [[ασυνήθιστος]], [[αλλόκοτος]] («[[τραγῳδία]]... [[καινότροπος]]», <b>Ευστ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καινοτρόπως</i> και -<i>α</i> (Μ καινοτρόπως)<br />με νέο, ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιό</i>-<i>τροπος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τροπος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[καινότροπος]], -ον)<br />αυτός που έχει νέο, ασυνήθιστο, [[παράδοξο]] τρόπο, [[ασυνήθιστος]], [[αλλόκοτος]] («[[τραγῳδία]]... [[καινότροπος]]», <b>Ευστ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καινοτρόπως</i> και -<i>α</i> (Μ καινοτρόπως)<br />με νέο, ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιό</i>-<i>τροπος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τροπος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καινότροπος:''' нового рода, необычный ([[μῦθος]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A new-fashioned, unusual, μῦθος [E.]Fr.1132.49 (lyr.); Χειμών App.BC5.90.
German (Pape)
[Seite 1295] von neuer, ungewöhnlicher Art, fremdartig; Eust.; μῦθος Eur. fr. Dan. 49.
Greek (Liddell-Scott)
καινότροπος: -ον, ἀσυνήθης, παράδοξος, τίς ὁ καινότροπος οὗτος μῦθος κατ’ ἐμὰν ἦκεν ἀκοάν; μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἀποσπ. Εὐριπ. (Δαν. 49;)· χειμῶνι τῶν πώποτε μάλιστα καινοτρόπῳ Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 90· τραγῳδία... καινότροπος Εὐστ. Πονημάτ. 269. 39. - Ἐπίρρ. καινοτρόπως, Νικ. Χων. σ. 402. 19, ἔκδ. Μί.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καινότροπος, -ον)
αυτός που έχει νέο, ασυνήθιστο, παράδοξο τρόπο, ασυνήθιστος, αλλόκοτος («τραγῳδία... καινότροπος», Ευστ.).
επίρρ...
καινοτρόπως και -α (Μ καινοτρόπως)
με νέο, ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ιδιό-τροπος, πολύ-τροπος].
Russian (Dvoretsky)
καινότροπος: нового рода, необычный (μῦθος Eur.).