καταφρύγω: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταφρύγω]] AM, Α και [[καταφρύσσω]] και [[καταφρύττω]]<br /><b>μέσ.</b> <i>καταφρύγομαι</i><br />ξηραίνομαι [[τελείως]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>καταφρύγομαι</i><br />(για [[νερό]]) [[στερεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για κεραυνό) [[αποτεφρώνω]], [[κατακαίω]]<br /><b>2.</b> (για ασθένειες) [[προκαλώ]] πλήρη [[εξάντληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φρύγω]] «[[ψήνω]], [[καίω]]»]. | |mltxt=[[καταφρύγω]] AM, Α και [[καταφρύσσω]] και [[καταφρύττω]]<br /><b>μέσ.</b> <i>καταφρύγομαι</i><br />ξηραίνομαι [[τελείως]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>καταφρύγομαι</i><br />(για [[νερό]]) [[στερεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για κεραυνό) [[αποτεφρώνω]], [[κατακαίω]]<br /><b>2.</b> (για ασθένειες) [[προκαλώ]] πλήρη [[εξάντληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φρύγω]] «[[ψήνω]], [[καίω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταφρύγω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]] σε στάχτες, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῡ],
A burn away, burn to ashes, of lightning, Ar.Nu. 396:—Pass., of love, v.l. in Theoc.14.26 (Pap. ined.). 2 parch, consume, of disease, Alex.Trall.Febr.4:—Pass., to be dried up, γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ruf. ap. Aët.5.95: fut. -φρυγήσομαι Hsch.:—also καταφρον-φρύς<ς>ω, καταφρον-φρύττω, Id., Olymp. in Mete.299.11.
Greek (Liddell-Scott)
καταφρύγω: ῡ, κατακαίω, καίω μέχρι τέφρας, ἐπὶ κεραυνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 396.- Παθ., καταξηραίνομαι, Ἐκκλ.· δίψει καταφρῠγῆναι Βασίλ.· γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ἀέτ.·- «καταφρυγήσεται· καταξηρανθήσεται» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1 brûler;
2 dessécher.
Étymologie: κατά, φρύγω.
Greek Monolingual
καταφρύγω AM, Α και καταφρύσσω και καταφρύττω
μέσ. καταφρύγομαι
ξηραίνομαι τελείως
μσν.
μέσ. καταφρύγομαι
(για νερό) στερεύω
αρχ.
1. (για κεραυνό) αποτεφρώνω, κατακαίω
2. (για ασθένειες) προκαλώ πλήρη εξάντληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φρύγω «ψήνω, καίω»].
Greek Monotonic
καταφρύγω: [ῡ], μέλ. -ξω, καίω σε στάχτες, σε Αριστοφ.