κλάνω: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ [[κλάνω]])<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πορδή]], [[πέρδομαι]]<br /><b>2.</b> [[συμπεριφέρομαι]] περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «κλάσε μας...»<br />(σε [[έκφραση]] αγανάκτησης) [[παράτα]] μας<br />β) «τά 'κλασε» ή «τήν έκλασε» — φοβήθηκε<br />γ) «[[κώλος]] που κλάνει γιατρό δεν φοβάται» — η [[εξαγωγή]] τών αερίων του εσωτερικού του σώματος συντελεί στην [[υγεία]] και [[είναι]] [[δείγμα]] υγείας<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[πέρσι]] έκλασε ο [[λαγός]] και [[φέτος]] μύρισε» — για γεγονότα που αναγγέλλονται πολύ [[μετά]] την τέλεσή τους<br />β) «έκλασε η [[νύφη]] και σχόλασε ο [[γάμος]]» — για ασήμαντο [[γεγονός]] που μεγαλοποιείται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τον αόρ. <i>ἔκλασα</i> του <i>κλῶ</i> «[[σπάζω]]», [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔχασα</i>: [[χάνω]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ [[κλάνω]])<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πορδή]], [[πέρδομαι]]<br /><b>2.</b> [[συμπεριφέρομαι]] περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «κλάσε μας...»<br />(σε [[έκφραση]] αγανάκτησης) [[παράτα]] μας<br />β) «τά 'κλασε» ή «τήν έκλασε» — φοβήθηκε<br />γ) «[[κώλος]] που κλάνει γιατρό δεν φοβάται» — η [[εξαγωγή]] τών αερίων του εσωτερικού του σώματος συντελεί στην [[υγεία]] και [[είναι]] [[δείγμα]] υγείας<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[πέρσι]] έκλασε ο [[λαγός]] και [[φέτος]] μύρισε» — για γεγονότα που αναγγέλλονται πολύ [[μετά]] την τέλεσή τους<br />β) «έκλασε η [[νύφη]] και σχόλασε ο [[γάμος]]» — για ασήμαντο [[γεγονός]] που μεγαλοποιείται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τον αόρ. <i>ἔκλασα</i> του <i>κλῶ</i> «[[σπάζω]]», [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔχασα</i>: [[χάνω]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κλάνω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κλάννω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
(Μ κλάνω)
1. αφήνω πορδή, πέρδομαι
2. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον
νεοελλ.
1. φρ. α) «κλάσε μας...»
(σε έκφραση αγανάκτησης) παράτα μας
β) «τά 'κλασε» ή «τήν έκλασε» — φοβήθηκε
γ) «κώλος που κλάνει γιατρό δεν φοβάται» — η εξαγωγή τών αερίων του εσωτερικού του σώματος συντελεί στην υγεία και είναι δείγμα υγείας
2. παροιμ. α) «πέρσι έκλασε ο λαγός και φέτος μύρισε» — για γεγονότα που αναγγέλλονται πολύ μετά την τέλεσή τους
β) «έκλασε η νύφη και σχόλασε ο γάμος» — για ασήμαντο γεγονός που μεγαλοποιείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. ἔκλασα του κλῶ «σπάζω», κατά το σχήμα ἔχασα: χάνω].
(II)
κλάνω (Α)
βλ. κλάννω.