κιννάβαρι: Difference between revisions
Νόμῳ τὰ πάντα γίγνεται καὶ κρίνεται → Nil non fit aut diiudicatur legibus → Das All entsteht und wird gesondert nach Gesetz | Das Ganze wird und wird bewertet nach Gesetz
(20) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[κιννάβαρι]], -εως, Α και [[τιγγάβαρι]] και τιγγάβαρυ)<br />θειούχο [[ορυκτό]] του υδραργύρου, ερυθρού χρώματος, αλλ. [[κινναβαρίτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] που εξάγεται από το [[ορυκτό]] αυτό<br /><b>2.</b> κόκκινο [[μελάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cinnabaris</i>]. | |mltxt=το (ΑΜ [[κιννάβαρι]], -εως, Α και [[τιγγάβαρι]] και τιγγάβαρυ)<br />θειούχο [[ορυκτό]] του υδραργύρου, ερυθρού χρώματος, αλλ. [[κινναβαρίτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] που εξάγεται από το [[ορυκτό]] αυτό<br /><b>2.</b> κόκκινο [[μελάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cinnabaris</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κιννάβᾰρι:''' εως (νᾰ) τό киноварь, сернистая ртуть Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[νᾰ], εως, τό,
A cinnabar, bisulphuret of mercury, whence vermilion is obtained, Arist.Mete.378a26, Thphr.Lap.58, Dsc.5.94; thought by some to be serpent's blood, Dsc.l.c., Plin.HN33.116:—a masc.form κιννάβαρις, Anaxandr.14:—also τεγγάβαρι (q.v.). 2 = ἐρυθρόδανον, Ps.-Dsc.3.143 (-ρις).
Greek (Liddell-Scott)
κιννάβᾰρι: νᾰ, εως, τό, ὀρυκτὸν μεταλλοῦχον περιέχον θεῖον καὶ ὑδράργυρον, ὁπόθεν τὸ ἐρυθρὸν χρῶμα vermilion (Λατ. minium), Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 11, Θεοφρ. π. Λίθ. 58, Διοσκ. 5. 110. ΙΙ. «τὸ αἷμα τοῦ δράκοντος», βαφὴ λαμβανομένη ἐκ τοῦ κόμμεος δένδρου φέροντος τὸ ὄνομα τοῦτο, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλίν. 33. 38. ― Ἀρσεν. τύπος κιννάβαρις, ἀπαντᾷ παρ’ Ἀναξανδρ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2, πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Αἰλ. π. Ζ. 4. 21· ὡσαύτως τεγγάβαρι, ὃ ἴδε. 2) ὡς συνώνυμ. τοῦ ἐρυθροδάνου, Διοσκ. 3. 160.
French (Bailly abrégé)
εως (τό) :
cinabre, vermillon.
Étymologie: DELG emprunt prob. oriental.
Spanish
Greek Monolingual
το (ΑΜ κιννάβαρι, -εως, Α και τιγγάβαρι και τιγγάβαρυ)
θειούχο ορυκτό του υδραργύρου, ερυθρού χρώματος, αλλ. κινναβαρίτης
μσν.
1. το κόκκινο χρώμα που εξάγεται από το ορυκτό αυτό
2. κόκκινο μελάνι
αρχ.
ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cinnabaris].
Russian (Dvoretsky)
κιννάβᾰρι: εως (νᾰ) τό киноварь, сернистая ртуть Arst.