κιναιδεία: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(20)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιναιδεία]], ἡ (Α) [[κιναιδεύομαι]]<br /><b>1.</b> η [[παρά]] φύσιν [[ασέλγεια]], η παθητική [[ομοφυλοφιλία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κιναιδεῑαι</i><br />οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων.
|mltxt=[[κιναιδεία]], ἡ (Α) [[κιναιδεύομαι]]<br /><b>1.</b> η [[παρά]] φύσιν [[ασέλγεια]], η παθητική [[ομοφυλοφιλία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κιναιδεῑαι</i><br />οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων.
}}
{{elru
|elrutext='''κῐναιδεία:''' ἡ Aeschin. = [[κιναιδία]].
}}
}}

Revision as of 22:58, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐναιδεία Medium diacritics: κιναιδεία Low diacritics: κιναιδεία Capitals: ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ
Transliteration A: kinaideía Transliteration B: kinaideia Transliteration C: kinaideia Beta Code: kinaidei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A unnatural lust, Aeschin.1.131, Demetr.Eloc.97.

German (Pape)

[Seite 1438] ἡ, = κιναιδία; neben ἀνανδρία Aesch. 1, 131; plur., Demetr. Eloe. 97.

Greek (Liddell-Scott)

κῐναιδεία: ἡ, ἡ παρὰ φύσιν ἀσέλγεια, Αἰσχίν. 18. 29, Δημήτρ. Φαληρ. 97.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. κιναιδία.

Greek Monolingual

κιναιδεία, ἡ (Α) κιναιδεύομαι
1. η παρά φύσιν ασέλγεια, η παθητική ομοφυλοφιλία
2. στον πληθ. αἱ κιναιδεῑαι
οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων.

Russian (Dvoretsky)

κῐναιδεία: ἡ Aeschin. = κιναιδία.