κρεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=κρεῑον, ιων. τ. [[κρήϊον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[τραπέζι]] ή [[σανίδα]] [[πάνω]] στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> [[κρέας]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κρέ</i>-<i>ειον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρε</i>- του [[κρέας]]) με [[υφαίρεση]]. Ο τ. [[κρήϊον]], που απαντά στον <b>Ησύχ.</b>, σχηματίστηκε πιθ. από το ίδιο θ. <i>κρε</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊον</i>, με [[συναίρεση]]].
|mltxt=κρεῑον, ιων. τ. [[κρήϊον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[τραπέζι]] ή [[σανίδα]] [[πάνω]] στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> [[κρέας]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κρέ</i>-<i>ειον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρε</i>- του [[κρέας]]) με [[υφαίρεση]]. Ο τ. [[κρήϊον]], που απαντά στον <b>Ησύχ.</b>, σχηματίστηκε πιθ. από το ίδιο θ. <i>κρε</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊον</i>, με [[συναίρεση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρεῖον:''' τό ([[κρέας]]), μαγειρικό [[τραπέζι]], [[ντουλάπι]] κουζίνας, [[μπουφές]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεῖον Medium diacritics: κρεῖον Low diacritics: κρείον Capitals: ΚΡΕΙΟΝ
Transliteration A: kreîon Transliteration B: kreion Transliteration C: kreion Beta Code: krei=on

English (LSJ)

τό, (κρέας)

   A meat-tray, dresser, Il.9.206:—Ion. κρήϊον Hsch.    II = κρέας, Euph.155.

Greek (Liddell-Scott)

κρεῖον: τό, (κρέας) τράπεζα μαγειρική, ἐφ’ ἧς παρεσκευάζοντο τὰ κρέατα, Ἰλ. Ι. 206· οὐχί, ὥς τινες ἑρμηνεύουσιν, ἀγγεῖον, χύτρα κρέατος· ὁ Ἡσύχ. ἔχει Ἰων. τύπον κρήιον, καὶ ἑρμηνεύει: «κρεωθήκην, ἐπίκοπον, κρεοδόχον λέβητα». ΙΙ. παρ’ Εὐφορ. 133, κρέας. ΙΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. κρήιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
table où l’on étend les viandes.
Étymologie: κρέας.

English (Autenrieth)

(κρέας): meat-tray, dresser, Il. 9.206†.

Greek Monolingual

κρεῑον, ιων. τ. κρήϊον, τὸ (Α)
1. τραπέζι ή σανίδα πάνω στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το κρέας
2. κρέας
3. είδος πίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο κρέ-ειον (< θ. κρε- του κρέας) με υφαίρεση. Ο τ. κρήϊον, που απαντά στον Ησύχ., σχηματίστηκε πιθ. από το ίδιο θ. κρε- + επίθημα -ήϊον, με συναίρεση].

Greek Monotonic

κρεῖον: τό (κρέας), μαγειρικό τραπέζι, ντουλάπι κουζίνας, μπουφές, σε Ομήρ. Ιλ.