κρεόζωτο: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κρεόσωτο]], το<br /><b>χημ.</b> [[υγρό]] [[μίγμα]] φαινολών με έντονη [[οσμή]] το οποίο λαμβάνεται [[κατά]] την κλασματική [[απόσταξη]] διαφόρων ειδών πίσσας και το οποίο χρησιμοποιείται στη [[φαρμακευτική]], στην οδοντιατρική και στη [[βιομηχανία]] ξύλου, αλλ. [[σωσίκρεας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>creosote</i> <span style="color: red;"><</span> γερμ. <span style="color: red;"><</span> <i>kreosot</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kre</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρε</i>[[ο]]- <span style="color: red;"><</span> <i>κ</i>(<i>ρέας</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>sot</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σωτήρ]])].
|mltxt=και [[κρεόσωτο]], το<br /><b>χημ.</b> [[υγρό]] [[μίγμα]] φαινολών με έντονη [[οσμή]] το οποίο λαμβάνεται [[κατά]] την κλασματική [[απόσταξη]] διαφόρων ειδών πίσσας και το οποίο χρησιμοποιείται στη [[φαρμακευτική]], στην οδοντιατρική και στη [[βιομηχανία]] ξύλου, αλλ. [[σωσίκρεας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>creosote</i> <span style="color: red;"><</span> γερμ. <span style="color: red;"><</span> <i>kreosot</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kre</i>- ([[πρβλ]]. <i>κρε</i>[[ο]]- <span style="color: red;"><</span> <i>κ</i>(<i>ρέας</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>sot</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σωτήρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κρεόσωτο, το
χημ. υγρό μίγμα φαινολών με έντονη οσμή το οποίο λαμβάνεται κατά την κλασματική απόσταξη διαφόρων ειδών πίσσας και το οποίο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στην οδοντιατρική και στη βιομηχανία ξύλου, αλλ. σωσίκρεας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. creosote < γερμ. < kreosot < kre- (πρβλ. κρεο- < κ(ρέας) + -sot (< σωτήρ)].