κοχλογέννητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοχλογέννητος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεννητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεννώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιο</i>-<i>γέννητος</i>, <i>πορφυρο</i>-<i>γέννητος</i>].
|mltxt=[[κοχλογέννητος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεννητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεννώ]]), [[πρβλ]]. <i>ηλιο</i>-<i>γέννητος</i>, <i>πορφυρο</i>-<i>γέννητος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

κοχλογέννητος, -ον (Α)
αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + -γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιο-γέννητος, πορφυρο-γέννητος].