κνύω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνύω]] (Α)<br />[[ψηλαφίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ακόμη μια λ. της [[μεγάλης]] οικογένειας τών [[κνίζω]], <i>κνῶ</i>, [[κνίδη]], [[κνῖσα]], [[κνίψ]] κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hniuwan</i> «[[συντρίβω]]», το αρχ. νορβ. <i>hnjoda</i> «[[συντρίβω]]» και το λεττον. <i>kn</i><i>ū</i><i>du</i> «[[προκαλώ]] κνησμό»].
|mltxt=[[κνύω]] (Α)<br />[[ψηλαφίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ακόμη μια λ. της [[μεγάλης]] οικογένειας τών [[κνίζω]], <i>κνῶ</i>, [[κνίδη]], [[κνῖσα]], [[κνίψ]] κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hniuwan</i> «[[συντρίβω]]», το αρχ. νορβ. <i>hnjoda</i> «[[συντρίβω]]» και το λεττον. <i>kn</i><i>ū</i><i>du</i> «[[προκαλώ]] κνησμό»].
}}
{{elru
|elrutext='''κνύω:''' (ῡ) царапать(ся), скрести(сь): τὴν θύραν ἔκνυε Arph. он слегка постучался в дверь.
}}
}}

Revision as of 13:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνύω Medium diacritics: κνύω Low diacritics: κνύω Capitals: ΚΝΥΩ
Transliteration A: knýō Transliteration B: knyō Transliteration C: knyo Beta Code: knu/w

English (LSJ)

   A scratch, πόθῳ μου' κνῡεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ar.Th.481, cf. Men. 1021.

Greek (Liddell-Scott)

κνύω: (κνάω) κτυπῶ τι ἐλαφρῶς ὡς νὰ ξέω ἢ νὰ ψηλαφῶ αὐτό, πόθῳ μου ’κνυεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 481· πρβλ. κνῦμα.

French (Bailly abrégé)

gratter.
Étymologie: DELG apparenté avec κναίω, κνίζω.

Greek Monolingual

κνύω (Α)
ψηλαφίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ακόμη μια λ. της μεγάλης οικογένειας τών κνίζω, κνῶ, κνίδη, κνῖσα, κνίψ κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hniuwan «συντρίβω», το αρχ. νορβ. hnjoda «συντρίβω» και το λεττον. knūdu «προκαλώ κνησμό»].

Russian (Dvoretsky)

κνύω: (ῡ) царапать(ся), скрести(сь): τὴν θύραν ἔκνυε Arph. он слегка постучался в дверь.