κατακέρασις: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακέρασις]], -άσεως, ἡ (Α) [[κατακεράννυμι]]<br />[[ανάμιξη]].
|mltxt=[[κατακέρασις]], -άσεως, ἡ (Α) [[κατακεράννυμι]]<br />[[ανάμιξη]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατακέρᾰσις:''' εως ἡ примешивание (воды), разбавление (sc. τοῦ οἴνου Arst.).
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακέρᾰσις Medium diacritics: κατακέρασις Low diacritics: κατακέρασις Capitals: ΚΑΤΑΚΕΡΑΣΙΣ
Transliteration A: katakérasis Transliteration B: katakerasis Transliteration C: katakerasis Beta Code: katake/rasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A process of mixing, κατακεράσει αὐξάνεται Arist.GA723a18.

German (Pape)

[Seite 1352] ἡ, Mischung, Temperatur, Arist. gen. anim. 1, 18.

Greek (Liddell-Scott)

κατακέρᾰσις: -εως, ἡ, μῖξις, ἀνάμιξις, κατακεράσει αὐξάνεται, οἷον οἶνος ὕδατος προσεγχυθέντος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 18.

Greek Monolingual

κατακέρασις, -άσεως, ἡ (Α) κατακεράννυμι
ανάμιξη.

Russian (Dvoretsky)

κατακέρᾰσις: εως ἡ примешивание (воды), разбавление (sc. τοῦ οἴνου Arst.).