ἀσαλής: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσαλής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν φροντίζει για [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]] «[[φροντίδα]]» (<b>Ησύχ.</b>), με σχηματισμό [[κατά]] τα [[σύνθετα]] επίθετα σε -<i>ής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακηδής]], [[αναιδής]], [[ευανθής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀσαλής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν φροντίζει για [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]] «[[φροντίδα]]» (<b>Ησύχ.</b>), με σχηματισμό [[κατά]] τα [[σύνθετα]] επίθετα σε -<i>ής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακηδής]], [[αναιδής]], [[ευανθής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσᾰλής:''' Aesch. и ἄσᾰλος 2 Plut. = [[ἀσάλευτος]].
}}
}}

Revision as of 13:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσᾰλής Medium diacritics: ἀσαλής Low diacritics: ασαλής Capitals: ΑΣΑΛΗΣ
Transliteration A: asalḗs Transliteration B: asalēs Transliteration C: asalis Beta Code: a)salh/s

English (LSJ)

ές,

   A unthinking, careless, μανία A.Fr.319; cf. ἀσάλειν.

German (Pape)

[Seite 368] ές, dasselbe, Aesch. frg. 368 μανία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσᾰλής: -ές, = τῷ προηγ., «ἀσαλής, ἡ ἄφροντις, ἡ μηδενὸς φροντίζουσα· σάλη γὰρ ἡ φροντίς. ἀσαλὴς ὁ ἀμέριμνος, Αἰσχύλος, «ἀσαλὴς μανία»: οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος» Ἐτυμ. Μ. 151, 47.

Spanish (DGE)

(ἀσᾰλής) -ές
despreocupado ἀ. θεόθεν μανία A.Fr.319.

• Etimología: Deriv. de σάλος c. ἀ- priv.

Greek Monolingual

ἀσαλής, -ές (Α)
αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σάλος «φροντίδα» (Ησύχ.), με σχηματισμό κατά τα σύνθετα επίθετα σε -ής (πρβλ. ακηδής, αναιδής, ευανθής κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

ἀσᾰλής: Aesch. и ἄσᾰλος 2 Plut. = ἀσάλευτος.