λοίγιος: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοίγιος]], -ον (Α) [[λοιγός]] (I)]<br /><b>1.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («οἴω λοίγι' ἔσεσθαι» — [[νομίζω]] ότι θα [[είναι]] ολέθριο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λοίγια</i><br />[[ονομασία]] διαφόρων δηλητηρίων.
|mltxt=[[λοίγιος]], -ον (Α) [[λοιγός]] (I)]<br /><b>1.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («οἴω λοίγι' ἔσεσθαι» — [[νομίζω]] ότι θα [[είναι]] ολέθριο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λοίγια</i><br />[[ονομασία]] διαφόρων δηλητηρίων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοίγιος:''' -ον ([[λοιγός]]), [[λοιμικός]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοίγιος Medium diacritics: λοίγιος Low diacritics: λοίγιος Capitals: ΛΟΙΓΙΟΣ
Transliteration A: loígios Transliteration B: loigios Transliteration C: loigios Beta Code: loi/gios

English (LSJ)

ον, (λοιγός)

   A pestilent, deadly, λ. ἔργα Il.1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι I think there shall be sorrow, 21.533, 23.310; λ. πῆμα A.R.1.469: neut. pl. λοίγια, of poisons, Androm. ap. Gal.14.37.

Greek (Liddell-Scott)

λοίγιος: -ον, (λοιγὸς) λοιμικός, θανατηφόρος, ὀλέθριος, λ. ἔργα Ἰλ. Α. 518, 573· οἴω λοίγι’ ἔσεσθαι, νομίζω ὅτι θὰ εἶναι ὀλέθριον τὸ τέλος, Φ. 533., Ψ. 310· λ. πῆμα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 469· ὥρη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pernicieux, funeste.
Étymologie: λοιγός.

English (Autenrieth)

(λοιγός): destructive, ruinous, deadly; as subst., Il. 21.533, Il. 23.310. (Il.)

Greek Monolingual

λοίγιος, -ον (Α) λοιγός (I)]
1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι' ἔσεσθαι» — νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια
ονομασία διαφόρων δηλητηρίων.

Greek Monotonic

λοίγιος: -ον (λοιγός), λοιμικός, θανατηφόρος, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ.