ἀκανθολόγος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (Μ [[ἀκανθολόγος]])<br /><b>1.</b> αυτός που μαζεύει αγκάθια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[μικρολόγος]] [[συζητητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκανθα]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακανθολογώ]]]. | |mltxt=-ον (Μ [[ἀκανθολόγος]])<br /><b>1.</b> αυτός που μαζεύει αγκάθια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[μικρολόγος]] [[συζητητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκανθα]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακανθολογώ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκανθολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που συλλέγει αγκάθια, σκωπτικό όνομα των σχολαστικών, λεπτολόγων συζητητών, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A gathering thorns, nickname of quibblers (cf. ἄκανθα 7), AP11.20 (Antip. Thess.), 347 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανθολόγος: -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui recherche des arguties (litt. des épines).
Étymologie: ἄκανθα, λέγω².
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que escoge asuntos espinosos ποιηταί AP 11.20 (Antip.Thess.), 347 (Phil.).
Greek Monolingual
-ον (Μ ἀκανθολόγος)
1. αυτός που μαζεύει αγκάθια
2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -λόγος < λέγω «συλλέγω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ].
Greek Monotonic
ἀκανθολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει αγκάθια, σκωπτικό όνομα των σχολαστικών, λεπτολόγων συζητητών, σε Ανθ.