ἄκημα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄκημα]], το (Α)<br />το [[άκεσμα]].
|mltxt=[[ἄκημα]], το (Α)<br />το [[άκεσμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄκημα:''' τό = [[ἄκεσμα]], [[θεραπεία]], [[περίθαλψη]], <i>ὀδυνάων</i>, των πόνων, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκημα Medium diacritics: ἄκημα Low diacritics: άκημα Capitals: ΑΚΗΜΑ
Transliteration A: ákēma Transliteration B: akēma Transliteration C: akima Beta Code: a)/khma

English (LSJ)

τό,

   A = ἄκεσμα, cure, relief, ὀδυνάων Il.15.394 codd., Max.142.

German (Pape)

[Seite 72] τό, s. ἄκεσμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκημα: τό, = ἄκεσμα, θεραπεία, ἴαμα, ὀδυνάων, Ἰλ. Ο. 394.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ἄκεσμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό alivio ὅσσα φέρει νούσοισιν ἀκήματα δῖα Σελήνη Max.142.

Greek Monolingual

ἄκημα, το (Α)
το άκεσμα.

Greek Monotonic

ἄκημα: τό = ἄκεσμα, θεραπεία, περίθαλψη, ὀδυνάων, των πόνων, σε Ομήρ. Ιλ.