Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλάτας: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. <i>αλατού</i>) [[αλάτι]]<br /><b>1.</b> αυτός που πουλά [[αλάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζει [[αλάτι]], που μαζεύει [[αλάτι]] από τις φυσικές αλυκές<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.
|mltxt=ο (θηλ. <i>αλατού</i>) [[αλάτι]]<br /><b>1.</b> αυτός που πουλά [[αλάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζει [[αλάτι]], που μαζεύει [[αλάτι]] από τις φυσικές αλυκές<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλάτας:''' ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί [[ἀλήτης]], [[ἀλητεία]].
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάτας Medium diacritics: ἀλάτας Low diacritics: αλάτας Capitals: ΑΛΑΤΑΣ
Transliteration A: alátas Transliteration B: alatas Transliteration C: alatas Beta Code: a)la/tas

English (LSJ)

ἀλᾱτεία, Dor. for ἀλήτης, ἀλητεία.

German (Pape)

[Seite 90] -τεια, dor. für ἀλήτης, -τεια, Tragg.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. ἀντὶ ἀλήτης, ἀλητεία.

French (Bailly abrégé)

dor. p. ἀλήτης.

Greek Monolingual

ἀλάτας, ο (Α)
δωρ. τ. αντί ἀλήτης.

Greek Monolingual

ο (θηλ. αλατού) αλάτι
1. αυτός που πουλά αλάτι
2. αυτός που παρασκευάζει αλάτι, που μαζεύει αλάτι από τις φυσικές αλυκές
3. αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.

Greek Monotonic

ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί ἀλήτης, ἀλητεία.