ἁλιήρης: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλιήρης]], -ες (Α)<br />ο [[χρήσιμος]] ή [[κατάλληλος]] για [[κωπηλασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλί</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (το [[τέρμα]] συνδέεται ετυμολογικά με τη [[ρίζα]] που απαντά και στο ουσ. [[ἐρέτης]])]. | |mltxt=[[ἁλιήρης]], -ες (Α)<br />ο [[χρήσιμος]] ή [[κατάλληλος]] για [[κωπηλασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλί</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (το [[τέρμα]] συνδέεται ετυμολογικά με τη [[ρίζα]] που απαντά και στο ουσ. [[ἐρέτης]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁλιήρης:''' -ες ([[ἐρέσσω]]), αυτός που σαρώνει τα κύματα, [[κώπη]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ες, (ἐρέσσω)
A sweeping the sea, κώπη E.Hec.455 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 96] ες, meerdurchrudernd. κώπη Eur. Hec. 451.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιήρης: -ες, (ἐρέσσω) ἐπὶ κώπης, «ᾗ ἐρέσσουσι κατὰ τὴν θάλασσαν» δι’ ἧς κωπηλατοῦσιν, Εὐρ. Ἑκ. 455, Σχολ. αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fend la mer (rame).
Étymologie: ἅλς¹, ἐρέσσω.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
que surca el mar κώπη E.Hec.455.
Greek Monolingual
ἁλιήρης, -ες (Α)
ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλί- (< ἅλς) + -ήρης (το τέρμα συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα που απαντά και στο ουσ. ἐρέτης)].
Greek Monotonic
ἁλιήρης: -ες (ἐρέσσω), αυτός που σαρώνει τα κύματα, κώπη, σε Ευρ.