ἀλλόφρων: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=allofron | |Transliteration C=allofron | ||
|Beta Code=a)llo/frwn | |Beta Code=a)llo/frwn | ||
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ονος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[thinking differently]], <span class="bibl">Man.4.563</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:57, 1 July 2020
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A thinking differently, Man.4.563.
German (Pape)
[Seite 107] ον, anders denkend, Maneth. 4, 563.
Spanish (DGE)
-ονος veleidoso Man.4.563.
Greek Monolingual
(-ονος), -ον (Α ἀλλόφρων)
νεοελλ.
αυτός που είναι υπερβολικά ταραγμένος, εκτός εαυτού, έξαλλος
αρχ.
αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. ἄλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. της λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων», πρβλ. και ἀλλο-φάσσω), χωρίς να αποκλείεται η σύνδεση του με τη λ. ἄλλος. Το β΄ συνθετικό -φρων < φρήν.
ΠΑΡ. αλλοφρονώ, αλλοφροσύνη.