αμυδρός: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμυδρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> (για οπτικές εντυπώσεις) [[ασαφής]] στην όραση, [[δυσδιάκριτος]], [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (για εντυπώσεις) μη [[εναργής]], [[ασαφής]], συγκεχυμένος<br /><b>3.</b> [[αδύναμος]], [[άτονος]], [[ανεπαίσθητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ατελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. [[περί]] παραλλήλου τ. του [[ἀμαυρός]]. Θα μπορούσε [[ακόμη]] [[κανείς]] να υποθέσει ότι η λ. συγγενεύει [[προς]] το <i>ἀμαυρὸς</i> και έχει υποστεί την [[επίδραση]] του τ. [[φαιδρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμυδρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμυδρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμυδρόφωτος</i>].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμυδρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> (για οπτικές εντυπώσεις) [[ασαφής]] στην όραση, [[δυσδιάκριτος]], [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (για εντυπώσεις) μη [[εναργής]], [[ασαφής]], συγκεχυμένος<br /><b>3.</b> [[αδύναμος]], [[άτονος]], [[ανεπαίσθητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ατελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. [[περί]] παραλλήλου τ. του [[ἀμαυρός]]. Θα μπορούσε [[ακόμη]] [[κανείς]] να υποθέσει ότι η λ. συγγενεύει [[προς]] το <i>ἀμαυρὸς</i> και έχει υποστεί την [[επίδραση]] του τ. [[φαιδρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμυδρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμυδρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμυδρόφωτος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμυδρός, -ά, -όν)
1. (για οπτικές εντυπώσεις) ασαφής στην όραση, δυσδιάκριτος, σκοτεινός
2. (για εντυπώσεις) μη εναργής, ασαφής, συγκεχυμένος
3. αδύναμος, άτονος, ανεπαίσθητος
αρχ.
ατελής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. περί παραλλήλου τ. του ἀμαυρός. Θα μπορούσε ακόμη κανείς να υποθέσει ότι η λ. συγγενεύει προς το ἀμαυρὸς και έχει υποστεί την επίδραση του τ. φαιδρός.
ΠΑΡ. αμυδρότητα
αρχ.
ἀμυδρῶ.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμυδρόφωτος].