ἀμφίβλημα: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίβλημα]], το (Α) [[αμφιβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] ενδύματος, [[μανδύας]], [[επενδύτης]]<br /><b>2.</b> [[περίφρακτος]] [[χώρος]], [[στοά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», [[πανοπλία]], [[πλήρης]] [[εξοπλισμός]].
|mltxt=[[ἀμφίβλημα]], το (Α) [[αμφιβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] ενδύματος, [[μανδύας]], [[επενδύτης]]<br /><b>2.</b> [[περίφρακτος]] [[χώρος]], [[στοά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», [[πανοπλία]], [[πλήρης]] [[εξοπλισμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίβλημα:''' -ατος, τό ([[ἀμφιβάλλω]]), [[κάτι]] που ρίχνεται [[τριγύρω]], που περιβάλλει·<br /><b class="num">I.</b> [[στοά]], [[περιστύλιο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ένδυμα]], [[μανδύας]], [[ρούχο]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβλημα Medium diacritics: ἀμφίβλημα Low diacritics: αμφίβλημα Capitals: ΑΜΦΙΒΛΗΜΑ
Transliteration A: amphíblēma Transliteration B: amphiblēma Transliteration C: amfivlima Beta Code: a)mfi/blhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A something thrown round, enclosure, E.Hel. 70.    II garment, cloak, πέπλους τε τοὺς πρὶν λαμπρά τ' ἀμφιβλήματα ib.423; πάνοπλα ἀ. coats of panoply, Id.Ph.779; coverlet, Aret.SD2.6.

German (Pape)

[Seite 136] τό, Umwurf, πάνοπλα Eur. Phoen. 786; allgemeiner βασίλεια Hel. 70, Umgebung; vgl. 430.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβλημα: -ατος, τό, στοά, περίστυλον, βασίλειά τ’ ἀμφιβλήματ’ Εὐρ. Ἑλ. 70. ΙΙ. = ἔνδυμα, «ἀναβόλαιον» (Ἡσύχ.), πέπλους δὲ τοὺς πρὶν λαμπρά τ’ ἀμφιβλήματα Εὐρ. Ἑλ. 423· πάνοπλα ἀμφ., πανοπλία, πλήρης ὁπλισμός, ὁ αὐτ. Φοίν. 779.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qui enveloppe :
1 vêtement;
2 armure;
3 portique, galerie.
Étymologie: ἀμφιβάλλω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1ropa, vestido E.Hel.423, τεύχη πάνοπλά τ' ἀμφιβλήματα las armas y la guerrera armadura E.Ph.779.
2 colcha Aret.SD 2.6.7.
II pórtico βασίλεια ... ἀ. E.Hel.70.

Greek Monolingual

ἀμφίβλημα, το (Α) αμφιβάλλω
1. είδος ενδύματος, μανδύας, επενδύτης
2. περίφρακτος χώρος, στοά
3. φρ. «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», πανοπλία, πλήρης εξοπλισμός.

Greek Monotonic

ἀμφίβλημα: -ατος, τό (ἀμφιβάλλω), κάτι που ρίχνεται τριγύρω, που περιβάλλει·
I. στοά, περιστύλιο, σε Ευρ.
II. ένδυμα, μανδύας, ρούχο, στον ίδ.