ἀμόρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(3)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμόρα]], η (Α)<br />[[είδος]] γλυκίσματος με [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι φθόγγοι -<i>β</i>- και -<i>γ</i>- αντιστοίχως τών τ. [[αμορβίτης]], <i>αμοργίτας</i> οδηγούν πιθ. σε αρχικό τ. με <i>F</i>: <i>αμορFα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμορβίτης]], [[ἀμοργίτας]], [[ἀμορίτης]] ([[ἄρτος]])].
|mltxt=[[ἀμόρα]], η (Α)<br />[[είδος]] γλυκίσματος με [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι φθόγγοι -<i>β</i>- και -<i>γ</i>- αντιστοίχως τών τ. [[αμορβίτης]], <i>αμοργίτας</i> οδηγούν πιθ. σε αρχικό τ. με <i>F</i>: <i>αμορFα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμορβίτης]], [[ἀμοργίτας]], [[ἀμορίτης]] ([[ἄρτος]])].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">sweet cake</b> (Philet.); <b class="b3">ἀμόρα σεμίδαλις ἑφθη σὺν μέλιτι</b> H.<br />Derivatives: <b class="b3">ἀμορίτης ἄρτος</b> (LXX), aslo written <b class="b3">ἀμορβίτης</b> (Ath.) and <b class="b3">ἀμοργίτας πλακουντας</b> H., both = <b class="b3">ἀμορϜίτης</b>, with suffix <b class="b3">-ιτης</b> .<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Original <b class="b3">*ἀμόρϜα</b>. Etymology unknown. Pre-Greek with <b class="b2">-rʷ-a</b>?
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόρα Medium diacritics: ἀμόρα Low diacritics: αμόρα Capitals: ΑΜΟΡΑ
Transliteration A: amóra Transliteration B: amora Transliteration C: amora Beta Code: a)mo/ra

English (LSJ)

ἡ,

   A sweet cake, Philet. ap. Ath.14.646d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόρα: ἡ, εἶδος γλυκέος πλακοῦντος, Φιλητ. 34, πρβλ. Ἀθήν. 646D.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
pastel de miel Philet.Fr.36, LXX Ca.2.5, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμόρα, η (Α)
είδος γλυκίσματος με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι φθόγγοι -β- και -γ- αντιστοίχως τών τ. αμορβίτης, αμοργίτας οδηγούν πιθ. σε αρχικό τ. με F: αμορFα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβίτης, ἀμοργίτας, ἀμορίτης (ἄρτος)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: sweet cake (Philet.); ἀμόρα σεμίδαλις ἑφθη σὺν μέλιτι H.
Derivatives: ἀμορίτης ἄρτος (LXX), aslo written ἀμορβίτης (Ath.) and ἀμοργίτας πλακουντας H., both = ἀμορϜίτης, with suffix -ιτης .
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Original *ἀμόρϜα. Etymology unknown. Pre-Greek with -rʷ-a?