ἀνεμέσητος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεμέσητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να προκαλέσει τη [[νέμεση]], μη αξιόμεμπτος, μη [[κατακριτέος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, [[αβάσκαντος]].
|mltxt=[[ἀνεμέσητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να προκαλέσει τη [[νέμεση]], μη αξιόμεμπτος, μη [[κατακριτέος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, [[αβάσκαντος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμέσητος:''' -ον, μη [[άξιος]] μομφής, μη [[άξιος]] κατάκρισης, προσβολής, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμέσητος Medium diacritics: ἀνεμέσητος Low diacritics: ανεμέσητος Capitals: ΑΝΕΜΕΣΗΤΟΣ
Transliteration A: anemésētos Transliteration B: anemesētos Transliteration C: anemesitos Beta Code: a)neme/shtos

English (LSJ)

ον, (νέμεσις)

   A not incurring the wrath of God, Pl.Cra. 401a: εἰ-ητον εἰπεῖν Id.Smp.195a; also, not liable to blame, ἀ. [ἐστι] . . τινί, c. inf., Id.Tht.175e, Aeschin.3.66,Epicur.Fr.161,etc. Adv. -τως Pl.Lg.684e.

German (Pape)

[Seite 222] tadellos, Plat. Theaet. 175 e; ἀν. ἦν αὐτῷ πράττειν Aesch. 3, 66, man konnte es ihm nicht verargen; Luc. D. Mort. 18, 2; εἰ θέμις καὶ ἀν. εἰπεῖν, wenn man es, ohne Jemand zu beleidigen, sagen darf, Plat. Conv. 195 a; ohne Beleidigung, καλῶς καὶ ἀνεμεσήτως Legg. III, 684 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμέσητος: -ον, ὁ μὴ νεμεσητός, ὁ μὴ ἄξιος μομφῆς, τοῦτο γὰρ ἀνεμέσητον, δὲν δύναταί τις νὰ τὸ κατακρίνῃ, Πλάτ. Κρατ. 401Α· μετ’ ἀπαρ., εἰ θέμις καὶ ἀνεμέσητον εἰπεῖν ὁ αὐτ. Συμπ. 195Α, ᾧ ἀνεμέσητον εὐήθει δοκεῖν... ὅταν εἰς δουλικὰ ἐμπέσῃ διακονήματα Θεαίτ. 175Ε, ἀνεμέσητον ἦν αὐτῷ πράττειν τὰ συμφέροντα, ἀνεπίληπτον ἦν αὐτῷ, Αἰσχίν. κατὰ Κτησιφ. 66. 3. ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 684Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’excite pas l’envie, exempt de blâme ; ἀνεμέσητον ἦν αὐτῷ avec l’inf. PLAT il lui était loisible de ; ἀνεμέσητον εἰπεῖν PLAT on peut dire sans encourir de blâme.
Étymologie: ἀ, νεμεσάω.

Spanish (DGE)

-ον
1 lícito, no expuesto a censura, que no concita envidia Pl.Cra.401a, cf. D.Chr.11.147
c. inf. εἰπεῖν Pl.Smp.195a, cf. D.C.36.17, I.AI 4.33, 6.87
c. inf. y dat. ᾧ ἀνεμέσητον εὐήθει δοκεῖν a quien no es censurable que parezca tonto (el filósofo), Pl.Tht.175e, cf. Aeschin.3.66.
2 adv. -ως en forma no censurable Pl.Lg.684e.

Greek Monolingual

ἀνεμέσητος, -ον (Α)
1. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει τη νέμεση, μη αξιόμεμπτος, μη κατακριτέος
2. αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, αβάσκαντος.

Greek Monotonic

ἀνεμέσητος: -ον, μη άξιος μομφής, μη άξιος κατάκρισης, προσβολής, σε Πλάτ.