νεμεσάω
English (LSJ)
used by Hom. and Hes. in contr. forms νεμεσῶ, νεμεσῶσι (v. infr.); Ep. 3sg.
A νεμεσσᾷ Hes.Op.756; imper. νεμέσσα Od.23.213: impf. ἐνεμέσων Plu.Sull.6; Ep. ἐνεμέσσα Il.13.16, Ep. 3sg. νεμέσασκε 11.543 (as cited by Arist.Rh.1387a35): fut. -ήσω Arist. ib.12: aor. ἐνεμέσησα D.45.71, etc.; poet. νεμέσησα Od.21.285; Dor. νεμέσᾱσα Pi.I.1.3:—Med. and Pass., Ep. νεμεσσῶμαι Il.13.119: fut. νεμεσήσομαι 10.129: Ep. aor. opt. νεμεσσήσαιτο Od.1.228: more freq. aor. Pass. νεμεσσήθη 1.119, 3pl. -θεν Il.2.223, etc.:—feel just resentment, to be wroth at undeserved good or be wroth at bad fortune (cf. νέμεσις) freq. of the gods, νεμέσησε δὲ πότνια Ἥρη Il.8.198; τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι Hes.Op.741, etc., cf. Arist.Rh.1386b16; also of men, sometimes abs., μὴ νεμέσα Il.10.145; τὸ νεμεσᾶν, opp. τὸ φθονεῖν, Cic.Att. 5.19.3; ν. τινί to be wroth with a person or at a thing, Il.24.53, etc.: rarely in Prose, Pl.Lg.927c, D.20.161: c. part., οὐ νεμεσῶ Ἀγαμέμνονι… ὀτρύνοντι if he incites, ll.4.413; νεμεσᾷ ὁ θεός, ὅταν… Pl.Min.319a: c. dat. pers. et acc. rei, μὴ νῦν μοι τόδε χώεο μηδὲ νεμέσσα Od.23.213, cf. Hes.Op.756, Arist.Rh.1384b4; ν. ἐπί τινι ib. 1387a6, Onos.4.2: c. dat. pers. et gen. rei, Luc.Scyth.9, Porph.Abst. 2.7:—Pass., ἐνεμεσήθη (sc. by the gods) Plu.Cat.Mi.38.
2 grudge, τὰς εὐπραγίας ἡ τύχη τισὶ ἐνεμέσησε J.BJ1.22.1:—Pass., εἰ νεμεσηθείην τῆς ἐπιβολῆς ib.6.1.6.
II Med. and Pass., prop. to be displeased with oneself, νεμεσσᾶται δ' ἐνὶ θυμῷ… ἐπες βολίας ἀναφαίνειν = is indignant, ashamed at the thought of... rejects it as unseemly, Od.4.158; feel shame, νεμεσσήθητε καὶ αὐτοί, ἄλλους τ' αἰδέσθητε 2.64; νεμεσσήθητε δὲ θυμῷ Il.16.544; πᾶσιν δὲ νεμεσσηθεῖσα μετηύδα 15.103.
2 Med. in act. sense, freq. in Hom., c. dat. pers., εἴ πέρ μοι νεμεσήσεαι Il.10.115, cf. 129: c. part., νεμεσσήσαιτό κεν… ὁρόων Od. 1.228: c. inf., νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδὲν κλαίειν 4.195: c. acc. et inf., οὔ σε νεμεσσῶμαι κεχολῶσθαι 18.227: c. acc. rei, νεμεσσᾶται κακὰ ἔργα is wroth at evil deeds, 14.284.—Poet. Verb, never in Trag., rare in good Prose (v. supr.).
German (Pape)
[Seite 238] ep. auch νεμεσσάω, νεμεσσήσω, unwillig sein über ein Unrecht, gerechten Unwillen gegen Einen empfinden, ihm zürnen oder ihm Etwas verübeln; gew, c. dat., οὐ γὰρ νεμεσῶ Ἀγαμέμνονι, Il. 4, 413, ich verdenke es ihm nicht, καὶ δ' ἄλλῃ νεμεσῶ, ἥτις τοιαῦτά γε ῥέζοι, Od. 6, 286, Διῒ κρατερῶς ἐνεμέσσα, Il. 13, 16; auch μὴ νῦν μοι τόδε χώεο μηδὲ νεμέσσα verbunden, Od. 23, 213; – absolut, νεμέσησε δὲ πότνια Ἥρη, Il. 8, 198, öfter. – Eben so braucht Hom. das med., ὑμῖν δὲ νεμεσσῶμαι πέρι κῆρι, Il. 13, 119; Od. 15, 69; c. inf., τὸ μὲν οὔ σε νεμεσσῶμαι κεχολῶσθαι, Od. 18, 227, wie νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδὲν κλαίειν ὅς κε θάνῃσι, ich nehme es nicht übel, tadele es nicht, den Todten zu beweinen; auch c. accus., νεμεσσᾶται κακὰ ἔργα, er ist unwillig über die bösen Merke, Od. 14, 284; τινί τι, ἦ καί μοι νεμεσήσεαι, ὅττι κεν εἴπω, 1, 158, wirst du mir übelnehmen, was ich etwa sagen werde. Auch der aor. pass. hat dieselbe Bdtg, τῷ δ' ἄρ' Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο νεμέσσηθέν τ' ἐνὶ θυμῷ (für ἐνεμεσήθησαν), Il. 2, 223. Aber νεμεσσήθητε καὶ αὐτοί ist = empfindet gegen euch selbst Unwillen, schämt euch vor euch selber, Od. 2, 64, vgl. νεμεσσᾶται ἐνὶ θυμῷ ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν, hält es für unschicklich, mit vielen Worten um sich zu werfen, Od. 4, 158, also eigtl. med. Vgl. nochIl. 15, 211. 227. Bei Hes. τινί τι, Einem ein Glück mißgönnen; Pind. μή μοι νεμεσάσαι, I. 1, 3. – Einzeln in Prosa; νεμεσῶσι μάλιστα αὐτοῖς εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔρημα ὑβρίζουσι, Plat. Legg. XI, 927 c; Minos 319 a; οἷς μηδεὶς ἂν νεμεσήσαι, Dem. 20, 161; δικαίως τούτῳ ἂν νεμεσήσαι τὸ δαιμόνιον, Pol. 12, 23, 3; Luc. Scyth. 9; Plut. – Arist. Rhet. 2, 9 setzt νεμεσᾶν dem ἐλεεῖν entgegen u. erklärt es λυπεῖσθαι ἐπὶ ταῖς ἀναξίαις εὐπραγίαις, als ein πάθος ἤθους χρηστοῦ, u. schreibt es bes. den Göttern zu, zum Unterschiede von dem tadelnswerten φθονεῖν, vgl. auch die unter νεμεσητικός angeführte Stelle.
French (Bailly abrégé)
νεμεσῶ :
f. νεμεσήσω, ao. ἐνεμέσησα, pf. inus.
1 s'indigner, s'irriter : τινι contre qqn ; τινί τι, τινί τινος, contre qqn au sujet de qch;
2 voir avec dépit, avec jalousie, envier;
Moy. νεμεσάομαι, νεμεσῶμαι (f. νεμεσήσομαι, ao. ἐνεμεσησάμην ou ἐνεμεσήθην) s'irriter, s'indigner : τι, de qch ; τινι contre qqn ; avec une prop. inf. ou un part. s'irriter ou s'indigner de ce que, etc.
Étymologie: νέμεσις.
Russian (Dvoretsky)
νεμεσάω: эп. νεμεσσάω (aor. med. ἐνεμεσησάμην - чаще ἐνεμεσήθην)
1 осуждать, негодовать, досадовать, сердиться, гневаться (τινί τι Hom. и τινί τινος Hom.): οὐ νεμεσῶ Ἀγαμέμνονι Hom. я не осуждаю Агамемнона; οὔ σε νεμεσσῶμαι κεχολῶσθαι Hom. я не обижаюсь на тебя за то, что ты рассердилась; νεμεσσᾶσθαι κακὰ ἔργα Hom. осуждать дурные дела; ν. εἰς ὀρφανὰ ὑβρίζουσι Plat. ненавидеть тех, кто обижает сирот;
2 med. негодовать на себя, стыдиться (νεμεσσήθητε καὶ αὐτοί Hom.);
3 (тж. ν. ἐνὶ θυμῷ Hom.) считать непристойным, совеститься (ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
νεμεσάω: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἐν τοῖς συνῃρ. τύποις νεμεσῶ, -ῶσι· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. νεμεσσᾷ Ἡσ. Ἔργ. κ Ἡμ. 754· προστ. νεμέσσα Ὀδ. Ψ. 213· ― παρατ. ἐνεμέσων Πλούτ., Ἐπικ. ἐνεμέσσα Ἰλ. Ν. 16, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. νεμέσασκε Λ. 543 (ὡς μνημονεύεται ἐν τῇ Ἀριστ. Ρητ. 2. 9. 11): ― μέλλ. -ήσω Ρητ. 2. 9, 8: ἀόρ. ἐνεμέσησα Δημ., κλ.· ποιητικ. νεμέσησα Ὀδ. Φ. 285, Δωρ. -ᾱσα Πινδ. Ι. 1. 3. ― Μέσ. καὶ Παθ., Ἐπικ. νεμεσσῶμαι Ὅμ.: μέλλ. νεμεσήσομαι αυτόθι: Ἐπικ. ἀόρ. εὐκτ. νεμεσσήσαιτο Ὀδ. Α. 228· ἀλλὰ συνηθέστερ. ἀόρ. παθ. νεμεσσήθη Α. 119, γ΄ πληθ. -θεν Ἰλ. Β. 223, κτλ· (ἴδε ἐν τέλ.) Αἰσθάνομαι ἀγανάκτησιν δικαίαν, ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι ἐπὶ τῇ παρ’ ἀξίαν εὐτυχίᾳ ἢ δυστυχίᾳ (πρβλ. νέμεσις), κυρίως ἐπὶ τῶν θεῶν, νεμέσησε δὲ πότνια Ἥρη Ἰλ. Θ. 198· τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 739, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. νέμεσις. ― Συντάσσ., ἐνίοτε ἀπολ., μὴ νεμέσα Ἰλ. Κ. 145· συνηθέστερον, ν. τινι, ὀργίζομαι κατά τινος ἢ πρός τι, Ὅμ., καὶ οὕτω (σπανίως) παρὰ πεζογράφοις, Πλάτ. Νόμ. 927C, Δημ. 506. 13· μετὰ μετοχικοῦ προσδιορισμοῦ, οὐ νεμεσῶ Ἀγαμέμνονι... ὀτρύνοντι Ἰλ. Δ. 413· (οὕτω, νεμεσᾷ ὁ θεός, ὅταν... Πλάτ. Μίν. 319Α)· ― μετὰ δοτ. προσώπ. καὶ αἰτ. πράγματ., μὴ νῦν μοι τόδε χώεο μηδὲ νεμέσσα Ὀδ. Ψ. 213, πρβλ. Ἔργα κ. Ἡμ. 754, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 19· ὡσαύτως, ν. ἐπί τινι αὐτόθι 9, 7· καὶ μετὰ γεν. πράγματ., Λουκ. Ἔρωτ. 25. ΙΙ. Μέσ. καὶ παθ., κυρίως, θεωρῶ τι κακόν, ἀποστρέφομαι, νεμεσσᾶται δ’ ἐνὶ θυμῷ... ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν, θεωρεῖ ἀπρεπές, αἰδεῖται, Ὀδ. Δ. 158· αἰσχύνομαι, ἐντρέπομαι, ὡς τὸ Λατ. vereri, νεμεσσήθητε καὶ αὐτοί, ἄλλους τ’ αἰδέσθητε Β. 64· νεμεσσήθητε δὲ θυμῷ Ἰλ. Π. 544· μέμφομαι, πᾶσιν δὲ νεμεσσηθεῖσα μετηύδα, «μεμψαμένη» (Σχόλ.), Ο. 103· ― ἀλλά, 2) ὁ Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται τὸ μέσον σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., μετὰ δοτικ. προσ., εἴ πέρ μοι νεμεσήσεαι Ἰλ. Κ. 115, πρβλ. 129· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., νεμεσήσαιτό κεν... ὁρόων Ὀδ. Α. 228· μετ’ ἀπαρ., νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδὲν κλαίειν Δ. 195· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., οὔ σε νεμεσσῶμαι κεχολῶσθαι Σ. 227· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. πράγμ., νεμεσσᾶται κακὰ ἔργα, τιμωρεῖ κακὰ ἔργα, ἐκδικεῖται, Ξ. 284. ― Ποιητ. ῥῆμα, οὐδαμοῦ ἀπαντῶν παρὰ Τραγ. καὶ σπανίως παρὰ τοῖς δοκίμοις πεζογράφοις, ἴδε ἀνωτ.· πρβλ. νεμεσίζομαι. (Κατὰ τὸν Κούρτ., ἐφετικὸν τοῦ νέμω, πρβλ. μενοινάω, ναυτιάω, τομάω). ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι «περὶ τῶν ἐν ταῖς καταλήξεσιν ἀναλογιῶν, ἐν Ἀθηνᾶς τ. 10 σ. 7.
English (Autenrieth)
(νέμεσις), fut. νεμεσήσω, aor. νεμέσησα, mid. fut. νεμεσήσομαι, pass. aor. 3 pl. νεμέσσηθεν: be indignant or justly angry with one (at anything), τινί (τι), take it ill, Od. 6.286, Il. 23.494; also w. part., or οὕνεκα, φ 1, Od. 23.213; mid., like active, also shrink from, be ashamed, w. inf., Od. 4.158.
English (Slater)
νεμεσάω, reproach c. dat. μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος (aor. opt.) (I. 1.3)
Greek Monotonic
νεμεσάω: (νέμεσις), Επικ. γʹ ενικ. νεμεσσᾷ, προστ. νεμέσσα, αόρ. αʹ ἐνεμέσησα, ποιητ. νεμέσησα, Δωρ. -ᾱσα — Μέσ. και Παθ., μέλ. νεμεσήσομαι· Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ νεμεσσήσαιτο· Επικ. αόρ. αʹ, επίσης, νεμεσσήθην·
I. αισθάνομαι δικαιολογημένη αγανάκτηση, οργίζομαι για την καλή ή κακή τύχη που δεν μου άξιζε (πρβλ. νέμεσις), κυρίως λέγεται για θεούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· νεμεσάω τινί, οργίζομαι με ένα πρόσωπο, εναντίον κάποιου ή για κάποιο ζήτημα, σε Όμηρ.
II. 1. Μέσ. και Παθ., κυρίως, είμαι δυσαρεστημένος με τον εαυτό μου, αισθάνομαι ντροπή για τον εαυτό μου, ντρέπομαι, σε Όμηρ.
2. Μέσ. σχεδόν ίδια με την Ενεργ., με δοτ. προσ., στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., φαίνομαι οργισμένος, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ., νεμεσσᾶται κακὰ ἔργα, τιμωρεί, εκδικείται τους αυτουργούς για τις κακές τους πράξεις, στο ίδ.
Middle Liddell
νεμεσάω, νέμεσις
I. to feel just resentment, to be wroth at undeserved good or bad fortune (cf. νέμεσισ), properly of the gods, Il., Hes.; ν. τινι to be wroth with a person or at a thing, Hom.
II. Mid. and Pass., properly, to be displeased with oneself: to take shame to oneself, feel shame, Hom.
2. Mid. very much like the Act., c. dat. pers., Hom.; c. acc. et inf. to be indignant at seeing, Od.; c. acc. rei, νεμεσσᾶται κακὰ ἔργα visits evil deeds upon the doers, Od.