νέμεση

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις)
1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή
2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκημετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῦ νέμεσις μεγάλη Κροῖσον», Ηρόδ.)
3. ως κύριο όν. Νέμεσις
θεότητα της αρχαίας Ελλάδας, προσωποποίηση της θεϊκής οργής, τιμωρός της αλαζονείας και τών μεγάλων εγκλημάτων
αρχ.
1. αγανάκτηση για άδικη και κακή πράξη, κατάκριση, κατηγορίανέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων ἔσσεται», Ομ. Οδ.)
2. δυσμένεια, έχθρα
3. η ποινική δίωξη και καταδίκη εναντίον κάποιου που παρέβη τους νόμους και κακούργησε
4. ο φόβος κάποιου μήπως παρεκκλίνει από τον νόμο ή από τον ηθικό κανόνα, («ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος αἰδῶ καὶ νέμεσιν», Ομ. Ιλ.)
5. αστρολ. ονομασία του εβδόμου κλήρου, του Κρόνου
6. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού πέντε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θέμα νεμε- του νέμω (πρβλ. γένεσις). Η αρχική σημ. της λ. «διανομή βάσει νόμιμης αρχής, εξουσίας» περιορίστηκε σε εκείνη της απονομής δίκαιης τιμωρίας για αξιόποινη πράξη από τις αρμόδιες αρχές και εξελίχθηκε επί κακῴ στη σημ. «δυσμένεια, έχθρα αποστροφή για παράνομη ή ανήθικη ενέργεια». Η λ. έτσι χρησιμοποιήθηκε με αξία κοινωνική και αντικειμενική, σε αντιδιαστολή με τη λ. αἰδώς, που έχει υποκειμενική σημ. Η λ., τέλος, έλαβε στον Όμηρο και στους τραγικούς τη σημ. της θεϊκής εκδίκησης και τιμωρίας και προσωποποιήθηκε].