ἀνερύω: Difference between revisions
τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνερύω]] (Α)<br />[[τραβώ]], [[σύρω]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[ανασύρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ερύω]] «[[σέρνω]], [[τραβώ]]»]. | |mltxt=[[ἀνερύω]] (Α)<br />[[τραβώ]], [[σύρω]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[ανασύρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ερύω]] «[[σέρνω]], [[τραβώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνερύω:''' Ιων. και Δωρ. ἀν-ειρύω· μέλ. -ύσω [ῠ], [[ανασύρω]], [[τραβώ]] προς τα πάνω τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· [[σύρω]] πλοία προς τη [[στεριά]], σε Ηρόδ. — Μέσ., [[απαλλάσσω]], [[παραδίδω]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. and Dor. ἀνειρύω [ῠ],
A draw up, ἀνά θ' ἱστία λεύκ' ἐρύσαντες Od.9.77, 12.402; ἀνειρύσαι νῆας, = ἀνελκύσαι, Hdt.9.96, cf. A.R.2.586; ἀ. πέπλως Theoc.14.35:—Med., ἐκ νούσου ἀνειρύσω AP6.300 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 226] emporziehen, ἱστία, in tmesi, Od. 9, 77. 12, 402; πέπλους, beim Laufen, Theocr. 14, 35; ἀνειρύσασαι 26, 17; in dieser ion. Form auch Her. ἀνειρύσαι τὰς νῆας, aufs Land ziehen, 9, 96. 97.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερύω: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀνειρύω: μέλλ. -ύσω [ῠ]: - ἕλκω πρὸς τὰ ἄνω, ἀνασύρω, ἀνά θ’ ἱστία λεύκ’ ἐρύσαντες Ὀδ. Ι. 77., Μ. 402· ἀνειρύσαι τὰς νέας, ἀνελκύσαι, Ἡρόδ. 9. 96· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 586· ἀνειρύσσασα δὲ πέπλως Θεόκρ. 14. 35: - Μέσ., ἐκ νούσου ἀνειρύσω Ἀνθ. Π. 6. 300. - Ἴδε ἐν λ. αὐερύω.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνερύσω, ao. ἀνείρυσα, pf. inus.
tirer à terre (un navire).
Étymologie: ἀνά, ἐρύω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀνειρύω Hdt.9.96, Theoc.14.35, AP 6.300 (Leon.), Nonn.D.22.334
1 izar ἱστία Od.9.77, 12.402
•levantar πέπλως Theoc.l.c., βέλεμνον Nonn.D.l.c.
•halar, sacar a tierra τὰς νέας Hdt.l.c.
2 fig. en v. med. salvar ἐκ νούσου AP l.c.
Greek Monolingual
ἀνερύω (Α)
τραβώ, σύρω προς τα επάνω, ανασύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ερύω «σέρνω, τραβώ»].
Greek Monotonic
ἀνερύω: Ιων. και Δωρ. ἀν-ειρύω· μέλ. -ύσω [ῠ], ανασύρω, τραβώ προς τα πάνω τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· σύρω πλοία προς τη στεριά, σε Ηρόδ. — Μέσ., απαλλάσσω, παραδίδω, σε Ανθ.