ἀντιστοιχία: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(5) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀντιστοιχία]])<br />η συμμετρική [[τοποθέτηση]], το να βρίσκεται [[κάτι]] [[απέναντι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αναλογία]], η [[σχέση]] ομοιότητας ή συμφωνίας. | |mltxt=η (Α [[ἀντιστοιχία]])<br />η συμμετρική [[τοποθέτηση]], το να βρίσκεται [[κάτι]] [[απέναντι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αναλογία]], η [[σχέση]] ομοιότητας ή συμφωνίας. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιστοιχία:''' ἡ попеременность, чередование (τῶν ποδῶν Arst.; τῶν πραγμάτων Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A standing opposite in pairs, τῶν ποδῶν Arist.Pr.894a19; πραγμάτων Plu.2.474a. II of letters, correspondence, of the relation of tenuis, media, and aspirate to each other, Ascl.Myrl. ap. Ath.11.501b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστοιχία: ἡ, τὸ ἀντιστοιχεῖν, τὸ ἵστασθαι ἀπέναντι ἄλλου, κατ’ ἀντιστοιχίαν τῶν ποδῶν ἦν ἡ κίνησις Ἀριστ. Προβλ. 10. 30· πραγμάτων ἀντιστοιχίας Πλούτ. 2. 474Β. ΙΙ. ἐπὶ γραμμάτων, ἴδε σύστοιχος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): lat. antistoechia Mar.Vict.p.29
1 disposición simétrica τῶν ποδῶν Arist.Pr.894a19, πραγμάτων Plu.2.474a.
2 de fonemas oposición o correlación seguida en teorías etimológicas ἡ μὲν φιάλη ... κατ' ἀντιστοιχίαν ἐστὶ πιάλη Asclep.Myrl. en Ath.501b, cf. Mar.Vict.l.c.
Greek Monolingual
η (Α ἀντιστοιχία)
η συμμετρική τοποθέτηση, το να βρίσκεται κάτι απέναντι σε κάτι άλλο
νεοελλ.
η αναλογία, η σχέση ομοιότητας ή συμφωνίας.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιστοιχία: ἡ попеременность, чередование (τῶν ποδῶν Arst.; τῶν πραγμάτων Plut.).