ἀνώλεθρος: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνώλεθρος]], -ον (Α) [[όλεθρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[φθορά]] ή [[καταστροφή]], ο [[άφθαρτος]], ο [[αιώνιος]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που δεν προκαλεί [[καταστροφή]] ή θάνατο, [[αβλαβής]]. | |mltxt=[[ἀνώλεθρος]], -ον (Α) [[όλεθρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[φθορά]] ή [[καταστροφή]], ο [[άφθαρτος]], ο [[αιώνιος]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που δεν προκαλεί [[καταστροφή]] ή θάνατο, [[αβλαβής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνώλεθρος:''' -ον ([[ὄλεθρος]]), [[άφθαρτος]], [[ακατάλυτος]], σε Πλάτ.· Επικ. <i>ἀν-όλεθρος</i>, έχοντας ξεφύγει τον όλεθρο, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ὄλεθρος)
A indestructible, Parm.8.3; ἀθάνατος καὶ ἀ. Anaximand.15, Pl.Phd.88b,95b, Arist.Mu.396a31, Ocell.1.2; of roots, Thphr.HP3.12.2. II Act., not deadly, harmless, ὄφεις Paus.10.17.12; of symptoms, not fatal, Aret.SD1.5.
German (Pape)
[Seite 268] (s. ἀνόλεθρος), dem Verderben, Untergang nicht unterworfen, Plat. öfter, neben ἀθάνατος Phaed. 88 b; Sp. – Bei Paus. 10, 17, 6 sind ὄφεις ἀν., deren Biß nicht tödtlich ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώλεθρος: -ον, (ὄλεθρος) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς ὄλεθρον, Παρμεν. Ἀποσπ. 57· ἀθάνατος καὶ ἀνώλεθρος Ἀναξίμανδρ. 1, Πλάτ. Φαίδων 88Β, 95Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προξενῶν ὄλεθρον, ἀβλαβής, ὄφεις Παυσ. 10. 17, 12· ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indestructible, impérissable.
Étymologie: ἀ, ὄλεθρος.
Spanish (DGE)
-ον
1 imperecedero, indestructible τὸ ἄπειρον Anaximand.B 3, τὸ ἐόν Parm.B 8.3, ψυχή Pl.Phd.88b, 95b, Procl.Inst.187, cf. 105, de la unión del alma y el cuerpo, Pl.Lg.904a, εἶδος Pl.Ti.52a, τὸ θεῖον Arist.Ph.203b14, τὸ σύμπαν Arist.Mu.396a31, τὸ πᾶν Ocell.1.2, ὁ κόσμος Luc.Icar.8, Ocell.1.11, 2.22, de las raíces, Thphr.HP 3.12.2
•subst. τὸ ἀ. lo indestructible Plu.2.1016a.
2 que no produce la muerte, que no es mortal de síntomas, Aret.SD 1.5.1
•no venenoso, inocuo ὄφεις Paus.10.17.12.
Greek Monolingual
ἀνώλεθρος, -ον (Α) όλεθρος
1. αυτός που δεν υπόκειται σε φθορά ή καταστροφή, ο άφθαρτος, ο αιώνιος
2. ενεργ. αυτός που δεν προκαλεί καταστροφή ή θάνατο, αβλαβής.
Greek Monotonic
ἀνώλεθρος: -ον (ὄλεθρος), άφθαρτος, ακατάλυτος, σε Πλάτ.· Επικ. ἀν-όλεθρος, έχοντας ξεφύγει τον όλεθρο, σε Ομήρ. Ιλ.