απόλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(5)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ἀπολυτός, -ή, -όν) [[απολύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ελεύθερος]], [[αδέσμευτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. ανεπιτήρητος, [[απαρακολούθητος]], [[ασύδοτος]]<br />II. <b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> η [[έξοδος]] των [[μελισσών]] από την [[κυψέλη]]<br /><b>2.</b> η [[αναβλάστηση]] κλαδιού ενός δέντρου<br />III. <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λαϊκού τραγουδιού και χορού<br /><b>2.</b> ύφασμα με αραιή ύφανση<br /><b>μσν.</b><br />(για οικισμό) [[ανοιχτός]], [[ατείχιστος]].———————— -η, -ο (AM [[ἀπόλυτος]], -ον) [[απολύω]]<br />αυτός που γίνεται [[αποδεκτός]] [[χωρίς]] όρους ή περιορισμούς και ισχύει [[χωρίς]] εξαιρέσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μη εξαρτώμενος από άλλον, [[πλήρης]], [[ολοκληρωμένος]], [[αυθύπαρκτος]] («απόλυτη [[ελευθερία]]», «απόλυτη [[εξουσία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν δέχεται [[τροποποίηση]] των απόψεων ή των πεποιθήσεων του («δεν παίρνει [[κουβέντα]], [[είναι]] [[απόλυτος]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «απόλυτα αριθμητικά» — λέξεις που [[απλώς]] δηλώνουν τους αριθμούς (ένα, δύο, [[τρία]] <b>κ.λπ.</b>)<br />β) «απόλυτη [[σύνταξη]]» — μετοχές ή απαρέμφατα της αρχ. Ελληνικής που δεν βρίσκονται σε άμεση [[εξάρτηση]] από τους λοιπούς όρους της πρότασης<br />γ) «απόλυτη [[τιμή]]», «απόλυτη [[υγρασία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδέσμευτος]], [[ελεύθερος]].
|mltxt=-ή, -ό (ἀπολυτός, -ή, -όν) [[απολύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ελεύθερος]], [[αδέσμευτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. ανεπιτήρητος, [[απαρακολούθητος]], [[ασύδοτος]]<br />II. <b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> η [[έξοδος]] των [[μελισσών]] από την [[κυψέλη]]<br /><b>2.</b> η [[αναβλάστηση]] κλαδιού ενός δέντρου<br />III. <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λαϊκού τραγουδιού και χορού<br /><b>2.</b> ύφασμα με αραιή ύφανση<br /><b>μσν.</b><br />(για οικισμό) [[ανοιχτός]], [[ατείχιστος]].<br />-η, -ο (AM [[ἀπόλυτος]], -ον) [[απολύω]]<br />αυτός που γίνεται [[αποδεκτός]] [[χωρίς]] όρους ή περιορισμούς και ισχύει [[χωρίς]] εξαιρέσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μη εξαρτώμενος από άλλον, [[πλήρης]], [[ολοκληρωμένος]], [[αυθύπαρκτος]] («απόλυτη [[ελευθερία]]», «απόλυτη [[εξουσία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν δέχεται [[τροποποίηση]] των απόψεων ή των πεποιθήσεων του («δεν παίρνει [[κουβέντα]], [[είναι]] [[απόλυτος]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «απόλυτα αριθμητικά» — λέξεις που [[απλώς]] δηλώνουν τους αριθμούς (ένα, δύο, [[τρία]] <b>κ.λπ.</b>)<br />β) «απόλυτη [[σύνταξη]]» — μετοχές ή απαρέμφατα της αρχ. Ελληνικής που δεν βρίσκονται σε άμεση [[εξάρτηση]] από τους λοιπούς όρους της πρότασης<br />γ) «απόλυτη [[τιμή]]», «απόλυτη [[υγρασία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδέσμευτος]], [[ελεύθερος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 8 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό (ἀπολυτός, -ή, -όν) απολύω
μσν.- νεοελλ.
ελεύθερος, αδέσμευτος
νεοελλ.
Ι. ανεπιτήρητος, απαρακολούθητος, ασύδοτος
II. το αρσ. ως ουσ.
1. η έξοδος των μελισσών από την κυψέλη
2. η αναβλάστηση κλαδιού ενός δέντρου
III. το ουδ. ως ουσ.
1. είδος λαϊκού τραγουδιού και χορού
2. ύφασμα με αραιή ύφανση
μσν.
(για οικισμό) ανοιχτός, ατείχιστος.
-η, -ο (AM ἀπόλυτος, -ον) απολύω
αυτός που γίνεται αποδεκτός χωρίς όρους ή περιορισμούς και ισχύει χωρίς εξαιρέσεις
νεοελλ.
1. μη εξαρτώμενος από άλλον, πλήρης, ολοκληρωμένος, αυθύπαρκτος («απόλυτη ελευθερία», «απόλυτη εξουσία»)
2. αυτός που δεν δέχεται τροποποίηση των απόψεων ή των πεποιθήσεων του («δεν παίρνει κουβέντα, είναι απόλυτος»)
3. φρ. α) «απόλυτα αριθμητικά» — λέξεις που απλώς δηλώνουν τους αριθμούς (ένα, δύο, τρία κ.λπ.)
β) «απόλυτη σύνταξη» — μετοχές ή απαρέμφατα της αρχ. Ελληνικής που δεν βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από τους λοιπούς όρους της πρότασης
γ) «απόλυτη τιμή», «απόλυτη υγρασία»
αρχ.
αδέσμευτος, ελεύθερος.