ἀποκάμπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποκάμπτω]] (Α)<br />[[αποκλίνω]], [[παρεκκλίνω]].
|mltxt=[[ἀποκάμπτω]] (Α)<br />[[αποκλίνω]], [[παρεκκλίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αμτβ., [[αποκλίνω]], κάνω [[παράκαμψη]] από την [[ευθεία]] οδό, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκάμπτω Medium diacritics: ἀποκάμπτω Low diacritics: αποκάμπτω Capitals: ΑΠΟΚΑΜΠΤΩ
Transliteration A: apokámptō Transliteration B: apokamptō Transliteration C: apokampto Beta Code: a)poka/mptw

English (LSJ)

intr.,

   A turn aside, wheel, opp. ὀρθοδρομεῖν, X.Eq.7.14; ἀ. ἐκ τῆς ὁδοῦ Thphr. Char.22.9; ἀ. ἔξω τοῦ τέρματος, of chariots, Arist.Rh.1409b23.    2 ἀποκεκαμμένον ῥάμφος curved beak, Horap.2.96.

German (Pape)

[Seite 305] ablenken (Pferde vom geraden Wege), Xen. Equ. 7, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάμπτω: ἀμεταβ., ἀποκλίνω, ἀποκάμπτω ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὀρθοδρομῶ, Ξεν. Ἱππ. 7. 14· οἱ ἐξωτέρω ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος, ἐπὶ ἁρματηλασίας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6.

French (Bailly abrégé)

faire un détour.
Étymologie: ἀπό, κάμπτω.

Spanish (DGE)

I tr. curvar ἀποκάμψας τῆς μήλης τὸ ἄκρον habiendo curvado el extremo de la sonda Hp.Fist.4.
II intr.
1 desviarse, torcerse hacia un lado en equitación, op. ὀρθοδρομεῖν X.Eq.7.14
en v. med.-pas. curvarse de venas αἱ δὲ ἀποκαμφθεῖσαι κάτω Hp.Epid.2.4.1, ἑκατέρωθεν ἀποκαμφθεῖσα Hp.ib.
part. perf. corvo ἀετὸν ἀποκεκαμμένον ἔχοντα τὸ ῥάμφος Horap.2.96.
2 c. gen. o ἐκ c. gen. darse la vuelta ἀποκάμψας ἐκ τῆς ὁδοῦ Thphr.Char.22.9
fig. apartarse de τῶν ῥητορικῶν ... λόγων Diog.Oen.24.1.4S.
torcer, dar la vuelta ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος Arist.Rh.1409b23.

Greek Monolingual

ἀποκάμπτω (Α)
αποκλίνω, παρεκκλίνω.

Greek Monotonic

ἀποκάμπτω: μέλ. -ψω, αμτβ., αποκλίνω, κάνω παράκαμψη από την ευθεία οδό, σε Ξεν.