Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπόμακτρον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόμακτρον]], το (Α) [[απομάσσω]]<br />[[βέργα]] που βοηθούσε στη [[μέτρηση]] δημητριακών (τη χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν την [[επιφάνεια]] του καρπού και να τη φέρνουν στο ίδιο ύψος με τα χείλη του μετρητή).
|mltxt=[[ἀπόμακτρον]], το (Α) [[απομάσσω]]<br />[[βέργα]] που βοηθούσε στη [[μέτρηση]] δημητριακών (τη χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν την [[επιφάνεια]] του καρπού και να τη φέρνουν στο ίδιο ύψος με τα χείλη του μετρητή).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόμακτρον:''' τό (ἀπο-[[μάσσω]]), ξύλινη [[σκυτάλη]] με την οποία ίσιωναν ή αφαιρούσαν το [[σιτάρι]], ώστε να μην ξεπερνά το καθορισμένο μέτρο στο ζύγισμά του, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμακτρον Medium diacritics: ἀπόμακτρον Low diacritics: απόμακτρον Capitals: ΑΠΟΜΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: apómaktron Transliteration B: apomaktron Transliteration C: apomaktron Beta Code: a)po/maktron

English (LSJ)

τό,

   A strickle, Ar.Fr.712.

German (Pape)

[Seite 314] τό, = ἀπόμαγμα, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμακτρον: τό, ἡ κοινῶς «ῥίγλα» δι’ ἧς ἰσάζουσιν ἢ κόπτουσι τὸν ὑπερπληροῦντα τὸ μέτρον σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 586: καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόμακτρα, ξύλα· τὰς σκυτάλας, ἐν αἷς ἀποψῶσι τὰ μέτρα».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
linge pour s’essuyer en frottant.
Étymologie: ἀπομάσσω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 residuo que se aparta al pasar el rasero ἀπόμακτρ' ἀπεσκοτωμένα restos desechados apenas visibles Ar.Fr.667, cf. Phot.α 2564, Sud., AB 431.
2 rasero Hsch.

Greek Monolingual

ἀπόμακτρον, το (Α) απομάσσω
βέργα που βοηθούσε στη μέτρηση δημητριακών (τη χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν την επιφάνεια του καρπού και να τη φέρνουν στο ίδιο ύψος με τα χείλη του μετρητή).

Greek Monotonic

ἀπόμακτρον: τό (ἀπο-μάσσω), ξύλινη σκυτάλη με την οποία ίσιωναν ή αφαιρούσαν το σιτάρι, ώστε να μην ξεπερνά το καθορισμένο μέτρο στο ζύγισμά του, σε Αριστοφ.