αποφαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(6) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀποφαίνω]] κ. -ομαι)<br />(-ομαι)<br /><b>1.</b> [[εκφέρω]] [[γνώμη]], λέω την άποψή μου<br /><b>2.</b> (για [[δημόσια]] [[αρχή]]) [[εκδίδω]] [[απόφαση]], [[αποφασίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] φανερό, [[αποκαλύπτω]]<br /><b>2.</b> [[γνωστοποιώ]], [[παρέχω]] ενδείξεις<br /><b>3.</b> [[παριστάνω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>4.</b> [[καταγγέλλω]]<br /><b>5.</b> [[παρουσιάζω]] λογαριασμό για [[κάτι]] ή [[πληρώνω]] χρήματα σύμφωνα με λογαριασμό<br /><b>6.</b> [[καθιστώ]], [[κάνω]] κάποιον [[κάτι]], [[διορίζω]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀποφαίνω]] | |mltxt=(AM [[ἀποφαίνω]] κ. -ομαι)<br />(-ομαι)<br /><b>1.</b> [[εκφέρω]] [[γνώμη]], λέω την άποψή μου<br /><b>2.</b> (για [[δημόσια]] [[αρχή]]) [[εκδίδω]] [[απόφαση]], [[αποφασίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] φανερό, [[αποκαλύπτω]]<br /><b>2.</b> [[γνωστοποιώ]], [[παρέχω]] ενδείξεις<br /><b>3.</b> [[παριστάνω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>4.</b> [[καταγγέλλω]]<br /><b>5.</b> [[παρουσιάζω]] λογαριασμό για [[κάτι]] ή [[πληρώνω]] χρήματα σύμφωνα με λογαριασμό<br /><b>6.</b> [[καθιστώ]], [[κάνω]] κάποιον [[κάτι]], [[διορίζω]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀποφαίνω]] παῖδας» — [[τεκνοποιώ]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> [[επιδεικνύω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>2.</b> επιδεικνύομαι, [[κάνω]] [[επίδειξη]]<br /><b>3.</b> [[συμβουλεύω]]<br /><b>4.</b> [[ορίζω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀποφαίνομαι γνώμην» — [[διακηρύσσω]] ή [[εκφέρω]] την [[γνώμη]] μου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:28, 6 February 2024
Greek Monolingual
(AM ἀποφαίνω κ. -ομαι)
(-ομαι)
1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου
2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω
2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις
3. παριστάνω, παρουσιάζω
4. καταγγέλλω
5. παρουσιάζω λογαριασμό για κάτι ή πληρώνω χρήματα σύμφωνα με λογαριασμό
6. καθιστώ, κάνω κάποιον κάτι, διορίζω
8. φρ. «ἀποφαίνω παῖδας» — τεκνοποιώ
II. (-ομαι)
1. επιδεικνύω, παρουσιάζω
2. επιδεικνύομαι, κάνω επίδειξη
3. συμβουλεύω
4. ορίζω
5. φρ. «ἀποφαίνομαι γνώμην» — διακηρύσσω ή εκφέρω την γνώμη μου.