ἀσπασμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀσπασμός]]) [[ασπάζομαι]]<br /><b>1.</b> το [[φίλημα]]<br /><b>2.</b> ο [[χαιρετισμός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο ύστατος [[χαιρετισμός]], ο «[[τελευταίος]] [[ασπασμός]]» [[προς]] νεκρό<br /><b>2.</b> ο [[εναγκαλισμός]] των συλλειτουργούντων κληρικών [[κατά]] την [[τέλεση]] της Θείας Ευχαριστίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[φίλημα]], η [[προσκύνηση]] εικόνων ή άγιων λειψάνων<br /><b>2.</b> [[ερωτικός]] [[εναγκαλισμός]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> χαιρετίσματα, φιλικές προσρήσεις («πρόσφερε τους ασπασμούς μου»...)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στοργή]], η [[αγάπη]].
|mltxt=ο (AM [[ἀσπασμός]]) [[ασπάζομαι]]<br /><b>1.</b> το [[φίλημα]]<br /><b>2.</b> ο [[χαιρετισμός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο ύστατος [[χαιρετισμός]], ο «[[τελευταίος]] [[ασπασμός]]» [[προς]] νεκρό<br /><b>2.</b> ο [[εναγκαλισμός]] των συλλειτουργούντων κληρικών [[κατά]] την [[τέλεση]] της Θείας Ευχαριστίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[φίλημα]], η [[προσκύνηση]] εικόνων ή άγιων λειψάνων<br /><b>2.</b> [[ερωτικός]] [[εναγκαλισμός]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> χαιρετίσματα, φιλικές προσρήσεις («πρόσφερε τους ασπασμούς μου»...)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στοργή]], η [[αγάπη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπασμός:''' ὁ, [[χαιρετισμός]], [[εναγκαλισμός]], [[φίλημα]], σε Θέογν., Κ.Δ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπασμός Medium diacritics: ἀσπασμός Low diacritics: ασπασμός Capitals: ΑΣΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: aspasmós Transliteration B: aspasmos Transliteration C: aspasmos Beta Code: a)spasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A greeting, embrace, Thgn.860 (pl.); οἱ ἔσχατοι, οἱ τελευταῖοι ἀ., D.H.4.4, Ph.2.45: generally, salutation, Ev.Matt.23.7, Ev.Marc.12.38, POxy. 471.67 (ii A. D.), Gal.10.76, Prisc.p.316 D.    2 affection, opp. μῖσος, Pl.Lg.919e.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, Begrüßung, Umarmung, Theogn. 840; N. T.; Liebe, Ggstz μῖσος Plat. Legg. XI, 919 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπασμός: ὁ, χαιρετισμός, ἐναγκαλισμός, φίλημα, Θέογν. 858· ἐν γένει χαιρετισμός, Εὐ. κ. Ματθ. κγ΄, 7, κ. Μάρκ. ιβ΄, 38. 2) ἀγάπη, στοργή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μῖσος, Πλάτ. Νόμ. 919Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
affection, tendresse.
Étymologie: ἀσπάζομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 saludo como muestra de amistad o respeto en un encuentro πολλοὺς ἀσπασμοὺς καὶ φιλότητας ἔχω Thgn.860, ἀσπασμοὶ ἐν ταῖς ἀγοραῖς Eu.Matt.23.7, Eu.Marc.12.38, Eu.Luc.11.43, ἕωθεν μὲν ἐν ἀσπασμοῖς διατρίβουσιν Gal.10.76, διὰ τῆς προπόσεως ἀ. Ath.13f, ὁ δὲ τῷ ἀσπασμῷ τιμηθείς Prisc.13.1.43
crist. ósculo de la paz ὁ θειότατος ἀ. Dion.Ar.EH M.3.437A
esp. en cont. de despedida saludo, adiós ὁ ἀ. τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου 1Ep.Cor.16.21, ἡμῶν τὸν ἀσπασμόν POxy.471.67 (II d.C.) ἀποθνῄσκοντι τελευταίων ἀσπασμῶν ἐκοινώνησα Ph.2.45, cf. D.H.4.4
beso de despedida al cadáver μετὰ ... τὸν ἀσπασμὸν ἐπιχέει τῷ κεκοιμημένῳ τὸ ἔλαιον ὁ ἱεράρχης Dion.Ar.EH M.3.565A.
2 cariño, afecto, apego ἵνα ... ἡγεμόνες ἠθῶν χρηστῶν ἀσπασμοῦ προσήκοντος γίγνωνται Pl.Lg.670e, τῷ ἐκείνων μίσει τε καὶ ἀσπασμῷ Pl.Lg.919e, εὔνοια· ἀνθρώπου πρὸς ἄνθρωπον ἀ. Pl.Def.413b, οὐδὲ ... κυνῶν ἀ. οὐδ' ἵππων Plu.2.821a.

English (Strong)

from ἀσπάζομαι; a greeting (in person or by letter): greeting, salutation.

English (Thayer)

ἀσπασμοῦ, ὁ (ἀσπάζομαι), a salutationeither oral: Theognis down.)

Greek Monolingual

ο (AM ἀσπασμός) ασπάζομαι
1. το φίλημα
2. ο χαιρετισμός
μσν.- νεοελλ.
1. ο ύστατος χαιρετισμός, ο «τελευταίος ασπασμός» προς νεκρό
2. ο εναγκαλισμός των συλλειτουργούντων κληρικών κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας
νεοελλ.
1. το φίλημα, η προσκύνηση εικόνων ή άγιων λειψάνων
2. ερωτικός εναγκαλισμός
3. πληθ. χαιρετίσματα, φιλικές προσρήσεις («πρόσφερε τους ασπασμούς μου»...)
αρχ.
η στοργή, η αγάπη.

Greek Monotonic

ἀσπασμός: ὁ, χαιρετισμός, εναγκαλισμός, φίλημα, σε Θέογν., Κ.Δ.