ἀστιβής: Difference between revisions
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀστιβής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πατηθεί, ο [[απάτητος]]<br /><b>2.</b> ο [[ερημικός]], ο [[αδιάβατος]]<br /><b>3.</b> ο [[άβατος]], ο [[ιερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[στίβος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]], [[βαδίζω]]»]. | |mltxt=[[ἀστιβής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πατηθεί, ο [[απάτητος]]<br /><b>2.</b> ο [[ερημικός]], ο [[αδιάβατος]]<br /><b>3.</b> ο [[άβατος]], ο [[ιερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[στίβος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]], [[βαδίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀστῐβής:''' -ές ([[στείβω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[απάτητος]], σε Αισχύλ.· [[έρημος]], [[άβατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν πρέπει να πατηθεί, [[ιερός]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (στείβω)
A untrodden, τινί A.Th.859 (lyr.): hence, 2 desert, pathless, χῶρος S.Aj.657; ἀ. πόρος, of the sea, Arion 1.16; ὁδός Hymn.Is.149. 3 not to be trodden, holy, ἄλσος S.OC126; rare in Prose, as X.Mem.3.8.10. II Act., leaving no track, τροχός Mesom.Nem.7.
German (Pape)
[Seite 376] ές, unbetreten, χέρσος Ἀπόλλωνι Aesch. Spt. 841; ἄλσος Soph. O. C. 126; χώρα Ai. 642; χώρα ἀστιβεστάτη Xen. Mem. 3, 8, 10; χωρίον Her. vit. Hom. 21; Arr. 5. 11. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῐβής: -ές, (στείβω) ὡς τὸ ἄστιπτος, ἀπάτητος, τινὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 859: ἐντεῦθεν. 2) ἔρημος, ἄβατος, χῶρος Σοφοκλ. Αἴ. 657˙ ἀστ. πόρος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀρίων παρ’ Αιλ. π. Ζ. 12. 45. 3) ὅν δὲν πρέπει τις νὰ πατήσῃ, ἱερός, ἄλσος Σοφ. Ο. Κ. 126˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. μὴ ἀφίνων ἴχνος, τροχὸς Μεσομήδ. ὕμν. εἰς Νέμεσ. 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non foulé, non fréquenté ; désert;
2 en parl. de lieux consacrés sacré, saint;
Sp. ἀστιβέστατος.
Étymologie: ἀ, στείβω.
Spanish (DGE)
(ἀστῐβής) -ές
1 no hollado, no pisado χῶρος S.Ai.657, πόρος del mar Lyr.Adesp.21.17, ὁδός Hymn.Is.149 (Andros), ἐρίπνη Nonn.D.18.61, cf. Hsch., c. dat. θεωρίς ἀ. Ἀπόλλωνι A.Th.859, χῶρος ... θηρίοις ἀ. Ael.NA 10.49.
2 que no se puede pisar, sagrado ἄλσος S.OC 126, cf. X.Mem.3.8.10.
3 que no deja rastro τροχός Mesom.3.7.
Greek Monolingual
ἀστιβής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει πατηθεί, ο απάτητος
2. ο ερημικός, ο αδιάβατος
3. ο άβατος, ο ιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»].
Greek Monotonic
ἀστῐβής: -ές (στείβω)·
1. απάτητος, σε Αισχύλ.· έρημος, άβατος, σε Σοφ.
2. αυτός που δεν πρέπει να πατηθεί, ιερός, στον ίδ.