αὐτότεχνος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτότεχνος]], -ον (Α)<br />[[αυτοδίδακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άτεχνος]], [[έντεχνος]], [[κακότεχνος]])]. | |mltxt=[[αὐτότεχνος]], -ον (Α)<br />[[αυτοδίδακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άτεχνος]], [[έντεχνος]], [[κακότεχνος]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτότεχνος:''' сам научившийся, самоучка (πρός τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A self-instructed, πρὸς ἴασιν Plu.2.991e.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτότεχνος: -ον, αὐτοδίδακτος, τῶν ζῴων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφὴν Πλούτ. 2. 991Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
instruit par lui-même.
Étymologie: αὐτός, τέχνη.
Spanish (DGE)
-ον
capaz, dotado por sí mismo τῶν ζώων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφήν Plu.2.991e.
Greek Monolingual
αὐτότεχνος, -ον (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -τεχνος < τέχνη (πρβλ. άτεχνος, έντεχνος, κακότεχνος)].
Russian (Dvoretsky)
αὐτότεχνος: сам научившийся, самоучка (πρός τι Plut.).