ἀφήγημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀφήγημα]])<br />ό,τι αφηγείται [[κανείς]] σε προφορικό ή γραπτό λόγο<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθοδήγηση]].
|mltxt=το (AM [[ἀφήγημα]])<br />ό,τι αφηγείται [[κανείς]] σε προφορικό ή γραπτό λόγο<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθοδήγηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφήγημα:''' Ιων. ἀπηγ-, <i>τό</i>, [[ιστορία]], [[αφήγηση]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφήγημα Medium diacritics: ἀφήγημα Low diacritics: αφήγημα Capitals: ΑΦΗΓΗΜΑ
Transliteration A: aphḗgēma Transliteration B: aphēgēma Transliteration C: afigima Beta Code: a)fh/ghma

English (LSJ)

Ion. ἀπήγ-, ατος, τό,

   A tale, narrative, Hdt.2.3.    II guiding, leading, LXX 4 Ma.14.6.

German (Pape)

[Seite 409] τό, 1) ion. ἀπήγημα, die Erzählung, Her. 2, 3, – 2) die Anführung, Anleitung, Ios.; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφήγημα: Ἰων. ἀπήγημα, τό, διήγημα, ἱστορία, Ἡρόδ. 2. 3. ΙΙ. τὸ ὁδηγεῖν, ὁδηγία, ἀρχηγία, Ἰωσήπ. Μακκ. 14.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
récit, narration.
Étymologie: ἀφηγέομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): jón. ἀπήγ- Hdt.2.3
1 relato, narración τὰ ... θεῖα τῶν ἀπηγημάτων οἷα ἥκουον Hdt.l.c.
2 guía, conducción οἱ πόδες συμφώνως τοῖς τῆς ψυχῆς ἀφηγήμασιν κινοῦνται LXX 4Ma.14.6.

Greek Monolingual

το (AM ἀφήγημα)
ό,τι αφηγείται κανείς σε προφορικό ή γραπτό λόγο
αρχ.
καθοδήγηση.

Greek Monotonic

ἀφήγημα: Ιων. ἀπηγ-, τό, ιστορία, αφήγηση, σε Ηρόδ.