ἀχρημοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀχρημοσύνη]], η (Α) [[αχρήμων]]<br />[[έλλειψη]] χρημάτων. | |mltxt=[[ἀχρημοσύνη]], η (Α) [[αχρήμων]]<br />[[έλλειψη]] χρημάτων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀχρημοσύνη:''' ἡ, [[έλλειψη]] χρημάτων, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A want of money, Od. 17.502, Thgn.156.
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, Od. 17, 502, ἅπαξεἰρημ.; Theogn. 156; Soph. frg. 658.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρημοσύνη: ἡ, ἔλλειψις χρημάτων, Ὀδ. Ρ. 502, Θέογν. 156.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pauvreté.
Étymologie: ἀχρήμων.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
pobreza, penuria ἀ. γὰρ ἀνώγει Od.17.502, cf. Thgn.156, Poll.3.111, 6.197, Hsch., Tz.Ep.19.
Greek Monolingual
ἀχρημοσύνη, η (Α) αχρήμων
έλλειψη χρημάτων.
Greek Monotonic
ἀχρημοσύνη: ἡ, έλλειψη χρημάτων, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.