βαρύσταθμος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρύσταθμος]], -ον (Α)<br />αυτός που βαραίνει στο [[ζύγι]], [[βαρύς]]. | |mltxt=[[βαρύσταθμος]], -ον (Α)<br />αυτός που βαραίνει στο [[ζύγι]], [[βαρύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰρύσταθμος:''' -ον, αυτός που ζυγίζει [[βαριά]], [[βαρύς]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A weighing heavy, Ar.Ra.1397, Canthar.2, Arist.EN1142a22; νόμισμα Plu.Lys.17.
German (Pape)
[Seite 435] schwer wiegend, Ar. Ran. 1393; ὕδατα Arist. Eth. 6, 8; νόμισμα Plut. Lys. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pèse lourdement, lourd, pesant.
Étymologie: βαρύς, στάθμη.
Spanish (DGE)
(βᾰρύσταθμος) -ον
muy pesado ἕτερον ... ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων Ar.Ra.1397, πράγματα Ar.Fr.415, cf. Canthar.2, ὕδατα Arist.EN 1142a22, νόμισμα Plu.Lys.17
•neutr. subst. τὸ βαρύσταθμον la pesadez τοῦ πεπέρεως Gal.14.75.
Greek Monolingual
βαρύσταθμος, -ον (Α)
αυτός που βαραίνει στο ζύγι, βαρύς.
Greek Monotonic
βᾰρύσταθμος: -ον, αυτός που ζυγίζει βαριά, βαρύς, σε Αριστοφ.