βουλευμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βουλευμάτιον]], το (Α) [[βούλευμα]]<br />[[βούλευμα]]. | |mltxt=[[βουλευμάτιον]], το (Α) [[βούλευμα]]<br />[[βούλευμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βουλευμάτιον:''' τό, υποκορ. του προηγ., σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Ar.Eq.100.
German (Pape)
[Seite 457] τό, dim. zum vor., Ar. Equ. 100.
Greek (Liddell-Scott)
βουλευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 100.
Spanish (DGE)
-ου, τό dim. de βούλευμα planecito Ar.Eq.100.
Greek Monolingual
βουλευμάτιον, το (Α) βούλευμα
βούλευμα.
Greek Monotonic
βουλευμάτιον: τό, υποκορ. του προηγ., σε Αριστοφ.