γήρας: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ατος), το (AM [[γῆρας]])<br />η γεροντική [[ηλικία]], τα [[γεράματα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τέλος]], [[φθορά]]<br /><b>2.</b> το παλιό [[δέρμα]] του φιδιού, το [[φιδοπουκάμισο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κέλυφος]] τών οστρακόδερμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[γήρας]], [[γηράσκω]] και <i>γηράω</i> συνδέονται με το [[γέρας]], που [[είναι]] το παλαιότερο ουσιαστικό αυτής της οικογένειας. Αντίθετα [[προς]] το [[γέρας]] που διατήρησε τη [[σημασία]] της «[[τιμής]]», η αρχική [[έννοια]] της «γηραιότητας» διατηρήθηκε στον παράλληλο τ. [[γήρας]] και στον ρηματικό τ. [[γηράσκω]] τών οποίων το [[ριζικό]] [[φωνήεν]], όπως και σε άλλους ρηματικούς τύπους, εμφανίζεται παρεκτεταμένο. Υποστηρίχθηκε η [[άποψη]] ότι η [[μακρότητα]] του ριζικού φωνήεντος [[είναι]] αναλογική [[προς]] τους τύπους <i>ήβη</i>, <i>ηβαίω</i>, που έχουν αντίθετη [[έννοια]]. Πιθανότερη όμως [[είναι]] η [[απόδοση]] της ύπαρξης του μακρού φωνήεντος σε αρχικό αθέματο αόριστο <i>εγήρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>jari</i>-<i>mάn</i> - [με βραχύ [[φωνήεν]]] «γηραιότητα», <i>j</i><i>ā</i><i>ri</i>-<i>suh</i> [με μακρό [[φωνήεν]]], τ. του αορίστου)].
|mltxt=(-ατος), το (AM [[γῆρας]])<br />η γεροντική [[ηλικία]], τα [[γεράματα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τέλος]], [[φθορά]]<br /><b>2.</b> το παλιό [[δέρμα]] του φιδιού, το [[φιδοπουκάμισο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κέλυφος]] τών οστρακόδερμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[γήρας]], [[γηράσκω]] και <i>γηράω</i> συνδέονται με το [[γέρας]], που [[είναι]] το παλαιότερο ουσιαστικό αυτής της οικογένειας. Αντίθετα [[προς]] το [[γέρας]] που διατήρησε τη [[σημασία]] της «[[τιμής]]», η αρχική [[έννοια]] της «γηραιότητας» διατηρήθηκε στον παράλληλο τ. [[γήρας]] και στον ρηματικό τ. [[γηράσκω]] τών οποίων το [[ριζικό]] [[φωνήεν]], όπως και σε άλλους ρηματικούς τύπους, εμφανίζεται παρεκτεταμένο. Υποστηρίχθηκε η [[άποψη]] ότι η [[μακρότητα]] του ριζικού φωνήεντος [[είναι]] αναλογική [[προς]] τους τύπους <i>ήβη</i>, <i>ηβαίω</i>, που έχουν αντίθετη [[έννοια]]. Πιθανότερη όμως [[είναι]] η [[απόδοση]] της ύπαρξης του μακρού φωνήεντος σε αρχικό αθέματο αόριστο <i>εγήρα</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>jari</i>-<i>mάn</i> - [με βραχύ [[φωνήεν]]] «γηραιότητα», <i>j</i><i>ā</i><i>ri</i>-<i>suh</i> [με μακρό [[φωνήεν]]], τ. του αορίστου)].
}}
}}

Latest revision as of 08:33, 23 August 2021

Greek Monolingual

(-ατος), το (AM γῆρας)
η γεροντική ηλικία, τα γεράματα
αρχ.-μσν.
1. τέλος, φθορά
2. το παλιό δέρμα του φιδιού, το φιδοπουκάμισο
αρχ.
κέλυφος τών οστρακόδερμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. γήρας, γηράσκω και γηράω συνδέονται με το γέρας, που είναι το παλαιότερο ουσιαστικό αυτής της οικογένειας. Αντίθετα προς το γέρας που διατήρησε τη σημασία της «τιμής», η αρχική έννοια της «γηραιότητας» διατηρήθηκε στον παράλληλο τ. γήρας και στον ρηματικό τ. γηράσκω τών οποίων το ριζικό φωνήεν, όπως και σε άλλους ρηματικούς τύπους, εμφανίζεται παρεκτεταμένο. Υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η μακρότητα του ριζικού φωνήεντος είναι αναλογική προς τους τύπους ήβη, ηβαίω, που έχουν αντίθετη έννοια. Πιθανότερη όμως είναι η απόδοση της ύπαρξης του μακρού φωνήεντος σε αρχικό αθέματο αόριστο εγήρα (πρβλ. αρχ. ινδ. jari-mάn - [με βραχύ φωνήεν] «γηραιότητα», jāri-suh [με μακρό φωνήεν], τ. του αορίστου)].