γονυκαμψεπίκυρτος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(8) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γονυκαμψεπίκυρτος]], -ον (Α)<br />(για την [[ποδάγρα]]) που στραβώνει το [[γόνατο]]. | |mltxt=[[γονυκαμψεπίκυρτος]], -ον (Α)<br />(για την [[ποδάγρα]]) που στραβώνει το [[γόνατο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γονυκαμψεπίκυρτος:''' искривляющий колени ([[ποδάγρα]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A twisting the knee awry, of the gout, Luc.Trag. 203.
German (Pape)
[Seite 502] das Knie ganz krumm biegend, ποδάγρα Luc. Tragodop. 202.
Greek (Liddell-Scott)
γονῠκαμψεπίκυρτος: -ον, ὁ τὸ γόνυ πάντῃ κυρτὸν ποιῶν, ποδάγρα Λουκ. Τραγῳδοπ. 203·― οὕτω, γονῠκαυσάγρυπνα, ἡ, ἡ τηροῦσα τὸν ἄνθρωπον ἄγρυπνον ἐκ τῆς φλογώσεως τοῦ γόνατος, αὐτόθι 201, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ γονυκλαυσ-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui courbe et raccourcit les genoux (la goutte).
Étymologie: γόνυ, κάμπτω, ἐπίκυρτος.
Spanish (DGE)
-ον retuercerrodillas Ποδάγρα Luc.Trag.203.
Greek Monolingual
γονυκαμψεπίκυρτος, -ον (Α)
(για την ποδάγρα) που στραβώνει το γόνατο.
Russian (Dvoretsky)
γονυκαμψεπίκυρτος: искривляющий колени (ποδάγρα Luc.).