δεινώψ: Difference between revisions
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεινώψ]] (ῶπος), ο, η (Α)<br />(για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, [[φριχτά]] μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>όψ</i>, [[οπός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγχίλωψ]], [[αμβλώψ]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[δεινώψ]] (ῶπος), ο, η (Α)<br />(για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, [[φριχτά]] μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>όψ</i>, [[οπός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγχίλωψ]], [[αμβλώψ]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δεινώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει άγριο, φοβερό [[βλέμμα]], φρικώδη όψη, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ,
A fierce-eyed, of the Erinyes, S.OC84.
German (Pape)
[Seite 539] ῶπος, = δεινωπός, Soph O. C. 84.
Greek (Liddell-Scott)
δεινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀγρίους, φοβεροὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 84.
French (Bailly abrégé)
ῶπος (ὁ, ἡ)
au regard terrible.
Étymologie: δεινός, ὤψ.
Spanish (DGE)
-ῶπος
de mirada terriblede las Erinis, S.OC 84, cf. Lyr.Adesp.414d.2S., Anecd.Ludw.187.12, Eust.673.36.
Greek Monolingual
δεινώψ (ῶπος), ο, η (Α)
(για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -ωψ, -ωπος < ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)].
Greek Monotonic
δεινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει άγριο, φοβερό βλέμμα, φρικώδη όψη, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.