διάλευκος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(9)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάλευκος]], -ον)<br />[[κατάλευκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σαφέστατος, [[ολοφάνερος]], [[ολοκάθαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[ανάμικτος]] ή στολισμένος με [[λευκό]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάλευκος]], -ον)<br />[[κατάλευκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σαφέστατος, [[ολοφάνερος]], [[ολοκάθαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[ανάμικτος]] ή στολισμένος με [[λευκό]].
}}
{{elnl
|elnltext=διά-λευκος -ον stralend wit.
}}
}}

Revision as of 10:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάλευκος Medium diacritics: διάλευκος Low diacritics: διάλευκος Capitals: ΔΙΑΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: diáleukos Transliteration B: dialeukos Transliteration C: dialefkos Beta Code: dia/leukos

English (LSJ)

ον,

   A quite white, Arist.Pr.894a39, LXXGe.30.32, Str.17.1.31, Plu.Alex.51, Aret.SD2.13; αἱ λίμναι -ότεραι τῆς θαλάττης Arist. Pr.932a29.

Greek (Liddell-Scott)

διάλευκος: -ον, μεμιγμένος μετὰ λευκοῦ, Ἀριστ. Πρβλ. 23. 6, Στράβων 807, Πλούτ. Ἀλεξ. 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de blanc, blanchâtre.
Étymologie: διά, λευκός.

English (Slater)

διάλευκος
   1 white all through δια[λ]εύκων ὀστέ[ων] (supp. Lobel: fort. διὰ λ. legendum) fr. 169. 28.

Spanish (DGE)

-ον
1 medio blanco, mezclado con blanco, blanquecino ὀστέον Pi.Fr.169a.24, τὸ δέρμα Arist.Pr.894a39, αἱ λίμναι διαλευκότεραι τῆς θαλάττης Arist.Pr.932a29, λιθάριον στρόγγυλον διάλευκον Ath.Askl.4.121 (III a.C.), πρόβατον LXX Ge.30.32, cf. 31.10, βοῦς ... δ. τὸ μέτωπον de Apis, Str.17.1.31
de la túnica de los reyes persas, D.S.17.77, Plu.Alex.51, κιθών llevado por un sacerdote ICos ED 180.22 (I a.C.), κέρατα del elefante, Aret.SD 2.13.3, βάλτις DP 10.11 en SEG 37.335.3.22.
2 subst. τὸ δ. bot. dialeucon variedad blanca del azafrán, Plin.HN 21.33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάλευκος, -ον)
κατάλευκος
νεοελλ.
σαφέστατος, ολοφάνερος, ολοκάθαρος
αρχ.
αυτός που είναι ανάμικτος ή στολισμένος με λευκό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διά-λευκος -ον stralend wit.