δίαιθρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίαιθρος]], -ον (Α) [[αίθρη]]<br />[[ξάστερος]], [[ανέφελος]], [[αίθριος]].
|mltxt=[[δίαιθρος]], -ον (Α) [[αίθρη]]<br />[[ξάστερος]], [[ανέφελος]], [[αίθριος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίαιθρος:''' -ον ([[αἴθρα]]), [[ολότελα]] [[καθαρός]] και [[αίθριος]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίαιθρος Medium diacritics: δίαιθρος Low diacritics: δίαιθρος Capitals: ΔΙΑΙΘΡΟΣ
Transliteration A: díaithros Transliteration B: diaithros Transliteration C: diaithros Beta Code: di/aiqros

English (LSJ)

ον,

   A clear and fine, Plu.Sull.7; also, = δίυγρος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 579] ganz hell, heiter; neben ἀνέφελος Plut. Sull. 7. Davon

Greek (Liddell-Scott)

δίαιθρος: -ον, ἐντελῶς αἴθριος, ἀνέφελος, Πλούτ. Σύλλ. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait clair ou serein (temps).
Étymologie: διά, αἴθρα.

Spanish (DGE)

-ον
claro, límpido ἐξ ἀνεφέλου καὶ διαίθρου τοῦ περιέχοντος del espacio sin nubes y límpido Plu.Sull.7, cf. Hsch.δ 1038.

Greek Monolingual

δίαιθρος, -ον (Α) αίθρη
ξάστερος, ανέφελος, αίθριος.

Greek Monotonic

δίαιθρος: -ον (αἴθρα), ολότελα καθαρός και αίθριος, ανέφελος, ξάστερος, σε Πλούτ.