δισμύριοι: Difference between revisions
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δισμύριοι]], -αι, -α (AM)<br /><b>1.</b> δύο φορές [[μύριοι]], [[είκοσι]] χιλιάδες<br /><b>2.</b> (με περιληπτικά ονόματα) <b>φρ.</b> «τὴν ἵππον δισμυρίαν οὖσαν» — [[είκοσι]] χιλιάδες άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δισ</i>- (<b>βλ.</b> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[μύριοι]]]. | |mltxt=[[δισμύριοι]], -αι, -α (AM)<br /><b>1.</b> δύο φορές [[μύριοι]], [[είκοσι]] χιλιάδες<br /><b>2.</b> (με περιληπτικά ονόματα) <b>φρ.</b> «τὴν ἵππον δισμυρίαν οὖσαν» — [[είκοσι]] χιλιάδες άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δισ</i>- (<b>βλ.</b> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[μύριοι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δισμύριοι:''' [ῡ], -αι, -α, [[είκοσι]] χιλιάδες, σε Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], αι, α,
A twenty thousand, Hdt.1.32, Pl.Ion535d: sg., δισμύριος, α, ον, with collective Nouns, ἵππος δισμυρία Luc.Zeux.8.
German (Pape)
[Seite 643] αι, α, zwanzig tausend; Plat. Ion 535 d u. A. Im sing. beim Collectivum, ἡ ἵππος, zwanzigtausend Reiter, Luc. Zeux. 8.
Greek (Liddell-Scott)
δισμύριοι: [ῡ], -αι, -α, εἴκοσι χιλιάδες, εἰκοσακισχίλιοι, Ἡρόδ. 1. 32, Πλάτ. Ἴωνι 535D· ἑνικ. δισμύριος, α, ον, μετὰ περιληπτικῶν ὀνομάτων, ἵππος δισμυρία Λουκ. Ζεύξ. 8.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
vingt mille ; ἵππος δισμυρία LUC corps de 20 000 cavaliers.
Spanish (DGE)
-αι, -α
• Morfología: [tb. sg. -ος, -α, -ον Luc.Zeux.8; plu. gen. fem. δισμυριέων Hdt.1.32]
veinte mil ἡμέραι Hdt.l.c., IG 12(3).1226 (Melos I a.C.), ἄνθρωποι Pl.Io 535d, D.Chr.77/78.33, cf. D.S.13.84, Procop.Pers.1.13.23, ὁπλῖται X.HG 6.1.19, ξένοι D.4.19, στάδια Plb.4.39.1, μέδιμνοι Plb.21.36.4, SEG 28.60.53 (Atenas III a.C.), δραχμαί Plb.34.9.9, οἱ δὲ ἱππεύοντες Paus.10.19.9, (οἱ πεζοί) Plu.Caes.42
•tb. sg. c. n. colectivo ἵππος Luc.l.c.
Greek Monolingual
δισμύριοι, -αι, -α (AM)
1. δύο φορές μύριοι, είκοσι χιλιάδες
2. (με περιληπτικά ονόματα) φρ. «τὴν ἵππον δισμυρίαν οὖσαν» — είκοσι χιλιάδες άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + μύριοι].
Greek Monotonic
δισμύριοι: [ῡ], -αι, -α, είκοσι χιλιάδες, σε Ηρόδ. κ.λπ.