δολοπλόκος: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[δολοπλόκος]], -ον)<br />αυτός που πλέκει δόλους, που εξυφαίνει πανούργα σχέδια.
|mltxt=-α, -ο (AM [[δολοπλόκος]], -ον)<br />αυτός που πλέκει δόλους, που εξυφαίνει πανούργα σχέδια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δολοπλόκος:''' -ον ([[πλέκω]]), αυτός που πλέκει, εξυφαίνει δόλους, [[ραδιούργος]], [[σκευωρός]], σε [[Σαπφώ]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολοπλόκος Medium diacritics: δολοπλόκος Low diacritics: δολοπλόκος Capitals: ΔΟΛΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: doloplókos Transliteration B: doloplokos Transliteration C: doloplokos Beta Code: doloplo/kos

English (LSJ)

ον (α, ον v.l. in Lyr.Adesp.129),

   A weaving wiles, Ἀφροδίτα Sapph.1.2; μῦθος Tryph.264.

German (Pape)

[Seite 655] Listen flechtend, Ränke spinnend, verschlagen; Ἀφροδίτη Sappho 1, 2; p. bei Arist. Eth. 7, 7; Eros, Alph. 3 (Plan. 212); γέρων Tryph. 264.

Greek (Liddell-Scott)

δολοπλόκος: -ον, δόλους πλέκων, Ἀφροδίτα, Σαπφὼ 1. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ourdit, trame des ruses.
Étymologie: δόλος, μῦθος.

Spanish (DGE)

-ον
1 de dioses y héroes urdidor de engaños epít. de Afrodita, Sapph.1.2, Simon.36.9, Thgn.1386, Lyr.Adesp.31, Orph.H.55.3, prob. en Inc.Lesb.42.7, Ibyc.199.2S., de Eros AP 16.212 (Alph.), de Odiseo, Nonn.D.13.110, de Hera, Nonn.D.8.196
de pers. mentiroso, falso, Cat.Cod.Astr.12.125.23.
2 de palabras, voces, etc. engañoso λόγοι Aesop.306, μῦθος Triph.264, ὕμνος Nonn.D.1.413, φωνή Nonn.D.20.265, Par.Eu.Io.11.49.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δολοπλόκος, -ον)
αυτός που πλέκει δόλους, που εξυφαίνει πανούργα σχέδια.

Greek Monotonic

δολοπλόκος: -ον (πλέκω), αυτός που πλέκει, εξυφαίνει δόλους, ραδιούργος, σκευωρός, σε Σαπφώ, σε Αριστοφ.