δονακόεις: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δονακόεις]], -εσσα -εν (Α)<br /><b>1.</b> (για ποταμό) ο [[γεμάτος]] καλάμια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δονακόεις]] [[δόλος]]» — [[καλάμι]] αλειμμένο με ιξό, [[παγίδα]]. | |mltxt=[[δονακόεις]], -εσσα -εν (Α)<br /><b>1.</b> (για ποταμό) ο [[γεμάτος]] καλάμια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δονακόεις]] [[δόλος]]» — [[καλάμι]] αλειμμένο με ιξό, [[παγίδα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δονᾰκόεις:''' -εσσα, -εν ([[δόναξ]]), [[καλαμωτός]], [[γεμάτος]] καλαμιές, σε Ευρ.· [[δόλος]] δ., λέγεται για [[καλάμι]] καλυμμένο με [[κόλλα]] ιξού ως [[ξόβεργα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A reedy, δονακόεντος Εὐρώτα E.Hel.210 (lyr.); δόλος δ. a reed covered with birdlime, AP 9.273 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 656] εσσα, εν, voll Rohr; Eurotas, Eur. Hel. 210; δουνακόεις δόλος, die Falle von Rohr, Leimruthe, Bian. 3 (IX, 273).
Greek (Liddell-Scott)
δονᾰκόεις: εσσα, εν, πλήρης καλάμου, δονακόεντος Εὐρώτα Εὐρ. Ἑλ. 208· δόλος δ., κάλαμος ἀληλιμμένος ἰξῷ, Ἀνθ. Π. 9. 273.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 rempli de roseaux;
2 préparé au moyen de gluaux (piège).
Étymologie: δόναξ.
Spanish (DGE)
(δονᾰκόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): δουν- AP 9.273 (Bianor)
1 lleno de cañas Εὐρώτας E.Hel.209.
2 hecho de cañas δουνακόεντα ... συνθεὶς δόλον confeccionando una trampa de cañas cubiertas de liga AP l.c.
Greek Monolingual
δονακόεις, -εσσα -εν (Α)
1. (για ποταμό) ο γεμάτος καλάμια
2. φρ. «δονακόεις δόλος» — καλάμι αλειμμένο με ιξό, παγίδα.
Greek Monotonic
δονᾰκόεις: -εσσα, -εν (δόναξ), καλαμωτός, γεμάτος καλαμιές, σε Ευρ.· δόλος δ., λέγεται για καλάμι καλυμμένο με κόλλα ιξού ως ξόβεργα, σε Ανθ.